Προκάτοχός του στο ρεκόρ ήταν ο Bluey, από την Αυστραλία, που πέθανε το 1939 έχοντας συμπληρώσει 29 χρόνια και πέντε μήνες ζωής. Όμως το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Bobi πλησιάζει το 31ο έτος του με σχετικά καλή υγεία.
Γεννήθηκε στο χωριό Conqueiros, κοντά στη δυτική ακτή της Πορτογαλίας, μαζί με τρία ακόμα αδερφάκια, στα οποία οι ιδιοκτήτες τους έκαναν ευθανασία, γιατί έκριναν ότι είχαν ήδη πάρα πολλά κατοικίδια. Ο οκτάχρονος τότε γιος της οικογένειας Leonel Costa και τα αδέρφια του έκρυψαν το κουταβάκι, σώζοντάς τον από το θάνατο. Όταν οι γονείς τους το ανακάλυψαν αποφάσισαν να το κρατήσουν.
Ο οκτάχρονος τότε γιος της οικογένειας Leonel Costa και τα αδέρφια του έκρυψαν το κουταβάκι, σώζοντάς τον από το θάνατο. Όταν οι γονείς τους το ανακάλυψαν αποφάσισαν να το κρατήσουν.
Ο Bobi μεγάλωσε τρώγοντας ό,τι και οι άνθρωποι: «Ανάμεσα σε μια κονσέρβα με σκυλοτροφή ή ένα κομμάτι κρέας, φυσικά διαλέγει, χωρίς δισταγμό, το δικό μας φαγητό» λέει ο Leonel Costa σήμερα, ο οποίος προτού δώσει μια «δική μας» λιχουδιά στο σκύλο του την ξεπλένει για να αφαιρέσει τα καρυκεύματα.
Η δεύτερη φορά που ο ηλικιωμένος σκυλάκος βρέθηκε κοντά στο θάνατο ήταν το 2018, όταν παρουσίασε δύσπνοια και χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Κατά τα άλλα, όμως, ο κηδεμόνας του σχολιάζει ότι ζει σε ένα «ήρεμο περιβάλλον», στο οποίο αποδίδει, σε μεγάλο βαθμό, και τη μακροζωία του – σε συνδυασμό όμως με την κληρονομική προδιάθεση, δεδομένου ότι και η μητέρα του Bobi είχε ξεπεράσει το προσδόκιμο ζωής της φυλής της, φτάνοντας τα 18 χρόνια.
Ακόμα και στον τυχερό Bobi, ωστόσο, ο χρόνος έχει αφήσει τα σημάδια του, καθώς σήμερα δυσκολεύεται να περπατήσει και έχει χάσει μέρος της όρασής του. Παραμένει όμως, σύμφωνα με τον Leonel Costa, «μοναδικός στο είδος του» και «ο τελευταίος μιας μεγάλης γενιάς ζώων».