Τις ενδεχόμενες ολέθριες συνέπειες που μπορούν να πλήξουν την οικονομία της Κίνας γενικότερα, με βασικό ένοχο τις ανεξέλεγκτες εκπτώσεις και τον εκτός ορίων ανταγωνισμό, επιχειρεί να αναδείξει στην τελευταία ανάλυσή του ο Νταϊσούκε Γουακαμπαγιάσι, ανταποκριτής των New York Times, ειδικός επί των οικονομικών θεμάτων της Ασίας.
Σύμφωνα με το σχετικό εκτενές δημοσίευμα των NYT, η κινεζική οικονομία τελεί υπό μια πολύ επικίνδυνη απειλή εξαιτίας του αποπληθωρισμού. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γουακαμπαγιάσι «ο αδυσώπητος ανταγωνισμός, σε συνάρτηση με τις τεράστιες δυνατότητες παραγωγής, πλήττουν πολλούς κλάδους της κινεζικής βιομηχανίας. Από τους πιο παραδοσιακούς -όπως τον σίδηρο και το σκυρόδεμα, έως τους νεότερους, όπως τα φωτοβολταϊκά και τα ηλεκτροκίνητα οχήματα. Σε ό,τι αφορά στους τελευταίους, τους πιο σύγχρονους, οι οποίοι είναι ραγδαία αναπτυσσόμενοι, αυτό που βλέπουμε είναι μια 'κούρσα προς τον πάτο'. Έχει διαμορφωθεί μια παράδοξη δυναμική: Οι κινεζικές εταιρείες κυριαρχούν μεν στην αγορά, αλλά οι εταιρείες μεμονωμένα πασχίζουν, όλο και περισσότερο, να αποσπάσουν κέρδη σε κάπως μόνιμη βάση».
Η εξήγηση που δίνει ο συντάκτης των NYT είναι, σχηματικά η εξής: Στην αρχή, και ανεξάρτητα από τον εκάστοτε τομέα της αγοράς, εμφανίζεται μια πολλά υποσχόμενη νέα τεχνολογία ή κάποιο πρωτοποριακό προϊόν. Αμέσως οι Κινέζοι κατασκευαστές, κατά δεκάδες ή ακόμη και κατά εκατοντάδες, ρίχνονται με ορμή στο καινούργιο. Αυτομάτως μεγιστοποιούν την παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα συμπιέζουν το κόστος στο ελάχιστο δυνατόν. Ως εκ τούτου, η αγορά μεγεθύνεται συνολικά και, μοιραία, ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται γίνεται όλο και πιο αμείλικτος. Η κόντρα αυτή εκδηλώνεται μέσω των αλλεπάλληλων -αλλά ασταμάτητων- εκπτώσεων στα τελικά προϊόντα. Κατ' αυτό τον τρόπο οι αντίπαλες εταιρείες προσπαθούν να εξοντώσουν η μία την άλλη, ρίχνοντας διαρκώς τις τιμές των προϊόντων τους. Η καθεμία με την ελπίδα ότι θα πεθάνουν όλοι οι ανταγωνιστές της, ενώ εκείνη θα είναι η μόνη που θα αντέξει.
Το φαινόμενο αυτό κατά τον Νταϊσούκε Γουακαμπαγιάσι -το οποίο, σημειωτέον, δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της οικονομίας- είναι κάτι πολύ χειρότερο από τον αποπληθωρισμό. Εξού και έχει βαπτιστεί «involution», δηλαδή το αντίθετο του «evolution» και, φυσικά, του «revolution». Σε μια απόπειρα απόδοσης του όρου στα ελληνικά, θα έλεγε κανείς ότι η Κίνα απειλείται από την «ενδόρρηξη» της οικονομίας, αντί για την εξέλιξή της ή την επανάσταση την οποίαν πιστώνεται η Κίνα τα τελευταία χρόνια, με τη διαρκή, καλπάζουσα και επιθετική σε ό,τι αφορά στην εξωστρέφειά της, ανάπτυξη.
Στο ίδιο άρθρο, ο συντάκτης των ΝΥΤ επισημαίνει ότι ενώ οι περισσότερες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο προσπαθούν να ενισχύσουν τον υγιή συναγωνισμό στην αγορά επιδιώκοντας τη συγκράτηση του τιμαρίθμου προς όφελος των καταναλωτών (πολιτών και, άρα, ψηφοφόρων τους), στην Κίνα συμβαίνει το αντίθετο: Τόσο οι κατά τόπους, περιφερειακές διοικητικές αρχές, όσο και η κεντρική κυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ, προβληματίζεται σοβαρά για την εξέλιξη του involution και σχεδιάζει μέτρα ανακοπής της ξέφρενης πορείας των υποτιμήσεων.
Δια στόματος του ηγέτη Σι Τζινπίνγκ «θα λάβουμε κατεπειγόντως μέτρα προκειμένου να αναχαιτίσουμε τις χαμηλές τιμές και τον άναρχο ανταγωνισμό. Επίσης, δεν πιστεύουμε ότι είναι σωστό και αποδοτικό, κάθε περιφέρεια της χώρας μας να εστιάζει τόσο πολύ στην ανάπτυξη τομέων όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα». Στο ίδιο πνεύμα, η εφημερίδα People's Daily, το καθημερινό φερέφωνο της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), έγραφε πρόσφατα ότι «ο εκπτωτικός πόλεμος και ο 'ακούσιος' ανταγωνισμός, εν τέλει ευνοούν το 'κακό χρήμα', το οποίο εξοστρακίζει το 'καλό χρήμα' από την αγορά της χώρας μας. Κανείς δεν θα κερδίσει εάν οι τιμές αφεθούν να κατρακυλούν χωρίς έλεγχο».
Πριν από μερικές ημέρες, η κυβέρνηση της Κίνας (το Ανώτατο Κρατικό Συμβούλιο), επικέντρωσαν κατ' εξοχήν την προσοχή τους στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων. Και δεσμεύτηκαν ότι θα θέσουν υπό έλεγχο τον «παράλογο ανταγωνισμό», κατόπιν ενδελεχούς διερεύνησης του κόστους παραγωγής, σε συνδυασμό με τον αυστηρό έλεγχο των τιμών.
Τα υπό μελέτη, έκτακτα μέτρα για τη ρύθμιση της αγοράς εκ μέρους του κινεζικού κράτους, θεωρούνται αντίδραση εκ μέρους της κυβέρνησης στην πρόσφατη κίνηση της BYD, μίας από τις μεγαλύτερες κατασκευάστριες οχημάτων στην Κίνα, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα -και παρουσία στην Ελλάδα, μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών αγορών. Η BYD, λοιπόν, αποφάσισε να μειώσει δραστικά την τιμή πώλησης σε 12 από τα μοντέλα ηλεκτροκίνητων και υβριδικών οχημάτων τα οποία συμπεριλαμβάνονται στην γκάμα της. Και ήδη η BYD έχει δεχθεί επίπληξη, γι' αυτήν ακριβώς την πολιτική της, από την Ένωση Αυτοκινητοβιομηχανιών της Κίνας, έναν φορέα που, φυσικά, ελέγχεται απευθείας από το κράτος.
Κλείσιμο
Στο άρθρο του στους ΝΥΤ, ο Νταϊσούκε Γουακαμπαγιάσι παραθέτει χαρακτηριστικές δηλώσεις ανθρώπων της αγοράς. Όπως πχ της 37χρονης κυρίας Ζανγκ, επιχειρηματία στον κλάδο των έτοιμων ενδυμάτων, η οποία δηλώνει πως «το φαινόμενο του involution είναι αφόρητο. Σκάβουμε μόνοι μας τον λάκκο μας. Γενικότερα, το περιβάλλον στην αγορά της Κίνας σήμερα δεν είναι στα καλύτερά του. Οι πωλήσεις έχουν καθηλωθεί, ενώ η παραγωγή βρίσκεται σε φάση υπερφόρτωσης.
»Το αγοραστικό κοινό απαιτεί όλο και μεγαλύτερες εκπτώσεις. Εγώ πχ, τα τελευταία χρόνια, έχω μειώσει το περιθώριο του κέρδους μου ανά πουκάμισο κατά 60% και πάνω. Κάποιοι από τους ανταγωνιστές μου είναι διατεθειμένοι να πουλάνε ακόμη και με ζημία, επιδιώκοντας να ξεστοκάρουν και να μετατρέψουν τα προϊόντα τους σε ρευστό, πάση θυσία. Κατόπιν όμως οι δικοί μου πελάτες απαιτούν να ρίξω κι εγώ τις τιμές ακόμη περισσότερο, ειδάλλως θα ψωνίσουν από τους αντιπάλους μου. Έτσι πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, δεν αντέχουν. Αλλά η πίεση που δεχόμαστε όσοι παλεύουμε, δεν χαλαρώνει».
Ο κατήφορος των τιμών, ο οποίος συνιστά συστημικό κίνδυνο για την κινεζική οικονομία, επιδεινώνεται έτι περαιτέρω από την πολιτική δασμών που προωθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, η ανησυχία για την επέλαση των φθηνών κινεζικών προϊόντων, τα οποία φαντάζουν συχνά σαν ασυναγώνιστα, η οποία παρατηρείται στη Δύση, έχει ως αποτέλεσμα ότι ένα μερίδιο των αγαθών να επιστρέφει ή να παραμένει απούλητο επί κινεζικού εδάφους. «Κάτι που λειτουργεί σαν καύσιμο για τη μηχανή του αποπληθωρισμού στην Κίνα» όπως τονίζει ο αρθρογράφος των New York Times, Νταϊσούκε Γουακαμπαγιάσι.