«Η ένωση των Αλβανών της Αλβανίας και του Κοσόβου είναι αναπόφευκτη», είχε δηλώσει, λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Ράμα, έχοντας στο πλευρό του τον πρώην πρωθυπουργό και νυν υπουργό Εξωτερικών του Κοσόβου, Χασίμ Θάτσι. Το μοναδικό αναπάντητο ερώτημα, συνέχισε ο Αλβανός πρωθυπουργός, είναι αν αυτή η ένωση «συμβεί στο πλαίσιο της Ε.Ε. ή αν πραγματοποιηθεί ως αντίδραση στην τύφλωση και την οκνηρία της».
Οι εμπρηστικές δηλώσεις Ράμα, οι οποίες αποδοκιμάστηκαν τόσο από την Ε.Ε. όσο και από τις ΗΠΑ, ερμηνεύτηκαν ως πίεση προς δύο κατευθύνσεις: προς τις Βρυξέλλες, για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες απελευθέρωσης του καθεστώτος βίζας των Κοσοβάρων και προς το Βελιγράδι, για να παραιτηθεί από τις όποιες απαιτήσεις του στον σερβικό θύλακο του Κοσόβου, βορείως της Πρίστινα. Οπως σημειώνει, όμως, το Eurobserver, η επιστροφή των Τιράνων σε μια επιθετική, αλυτρωτική ρητορική λειτουργεί και ως αντιπερισπασμός από τα οξύτατα εσωτερικά προβλήματα μιας χώρας όπου ο μέσος πολίτης ζει με λιγότερα από 400 ευρώ τον μήνα και το κράτος βυθίζεται στη διαφθορά. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στο Κόσοβο, όπου ένας στους τρεις είναι άνεργος, ενώ από τον περασμένο Αύγουστο εξελίσσεται ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα, που έχει μειώσει τον πληθυσμό της περιοχής κατά 7%.
Διεκδικήσεις
Ασφαλώς, η τάση ένωσης των 3,7 εκατομμυρίων Αλβανών που ζουν στην Αλβανία με το 1,6 εκατομμύριο ομοεθνών τους που ζουν στο Κόσοβο (αντιπροσωπεύοντας το 88% του εκεί πληθυσμού) έγινε πολύ ισχυρή, ίσως ακατανίκητη, μετά τον πόλεμο του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας, το 1999. Είναι, ωστόσο, πολύ αμφίβολο ότι ο αλβανικός εθνικισμός θα σταματήσει εκεί. Εδώ και πολύ καιρό, έχει εγγράψει διεκδικήσεις στο Μαυροβούνιο, στη Σερβία (περιοχή του Πρέσεβο) και κυρίως στα Σκόπια, όπου η αλβανική μειονότητα αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο των 2,1 εκατομμυρίων κατοίκων και, αποτελεί ήδη κράτος εν κράτει.
Τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) έκρουσε το ανησυχητικό περιστατικό που σημειώθηκε σε αστυνομικό σταθμό, στα βόρεια σύνορα της χώρας, χαράματα Τετάρτης. Περίπου 40 ένοπλοι μασκοφόροι, προερχόμενοι από το Κόσοβο, επιτέθηκαν στο μεθοριακό φυλάκιο του Γκοσίντσε, φορώντας στολές παραλλαγής με τα διακριτικά του UCK, του αντάρτικου στρατού των Αλβανοκοσοβάρων που πολέμησε τους Σέρβους τη δεκαετία του 1990. Οι μασκοφόροι ξυλοφόρτωσαν τους αστυνομικούς, πέρασαν χειροπέδες σε τρεις από αυτούς και διακήρυξαν την πρόθεσή τους για απόσχιση από την ΠΓΔΜ και ακύρωση της ειρηνευτικής συμφωνίας της Οχρίδας (2001). Το αλβανικό κόμμα του Αλί Αχμέτι συμμετέχει στην κυβέρνηση του Σκοπιανού πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι, αλλά η εν εξελίξει πολιτική κρίση στην ΠΓΔΜ έχει οδηγήσει σε υποτροπή των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κυριότερες εθνικές ομάδες.
Η αναζωπύρωση του αλβανικού εθνικισμού ερμηνεύεται και ως αντίδραση στην προοπτική συγκρότησης ειδικού δικαστηρίου στην Πρίστινα για εγκλήματα πολέμου Αλβανοκοσοβάρων του UCK. Στο εν λόγω δικαστήριο ενδέχεται να παραπεμφθεί ο ίδιος ο Θάτσι, τον οποίο ενοχοποίησε η πολύκροτη έκθεση του Ντικ Μάρτι, ειδικού εισηγητή του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως εγκληματία πολέμου και επικεφαλής κυκλώματος εμπορίας ανθρωπίνων οργάνων. Ο ειδικός εκπρόσωπος της Ε.Ε. στο Κόσοβο, Σάμουελ Ζμπόγκαρ, προειδοποίησε την Πρίστινα, την περασμένη Τετάρτη, ότι η συγκρότηση του ειδικού δικαστηρίου είναι μη αναστρέψιμη.
www.kathimerini.gr