Επί της ουσίας, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει από όλους «παράπονα». Από τους μεν Ευρωπαίους επειδή επιμένουν να του ασκούν κριτική, από τους δε Αμερικανούς επειδή συνεχίζουν να του χαλούν τα χατίρια. Σε σύγκριση μάλιστα με τους Ευρωπαίους που κάτι «δίνουν», η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει μέχρι στιγμής δώσει τίποτα άλλο στον σουλτάνο πέρα από... τηλεφωνικούς χαιρετισμούς.
Στο μήνυμα που απηύθυνε την περασμένη Δευτέρα για την επέτειο της συμπλήρωσης 102 χρόνων από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μίλησε... ως άλλος Ομπάμα, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της Αγκυρας.
«Ξεκινώντας από το 1915, ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι απελάθηκαν, σφαγιάστηκαν ή έχασαν τη ζωή τους σε μια πορεία θανάτου... Σήμερα τιμούμε τη μνήμη εκείνων που υπέφεραν στη διάρκεια μιας από τις χειρότερες μαζικές θηριωδίες του 20ού αιώνα», δήλωσε ο Ρεπουμπλικάνος ηγέτης, χρησιμοποιώντας μάλιστα την αρμένικη φράση «Meds Yeghern» που σημαίνει «μεγάλο έγκλημα».
Αντιδρώντας άμεσα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία χαρακτηρίζει τον Τραμπ «θύμα παραπληροφόρησης». «Περιμένουμε από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση να μην προσδώσει αξιοπιστία σε μια μονόπλευρη εκδοχή της Ιστορίας», σημειώνει το τουρκικό ΥΠΕΞ... υποδεικνύοντας στον Τραμπ τι θα έπρεπε να κάνει. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αγκυρα επιχειρεί να κατευθύνει τις αποφάσεις της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή της Ιστορίας, δεν υφίσταται γενοκτονία παρά μόνο «κοινά δεινά» Οθωμανών και Αρμενίων, με τους Αρμένιους μάλιστα «να φέρουν κι αυτοί ευθύνες επειδή πολεμούσαν στο πλευρό των Σοβιετικών». Η δήλωση Τραμπ μπορεί να μην αναφέρει ρητά τη λέξη γενοκτονία αλλά απέχει πολύ από την... αναθεωρητική τουρκική εκδοχή όσων συνέβησαν το 1915.
Ο Τραμπ έχει, βέβαια, «απογοητεύσει» και σε άλλες περιπτώσεις τον Ερντογάν τους τελευταίους μήνες. Ηταν η αμερικανική πετρελαϊκή Exxon-Mobil που υπέγραψε πρόσφατα στη Λευκωσία μεγάλη ενεργειακή συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Και είναι η Ουάσιγκτον που εξακολουθεί να επενδύει στρατιωτικά στους Κούρδους της Συρίας (PYD-YPG).
Συλλήψεις
Και παρά τα αλλεπάλληλα αιτήματα της Αγκυρας, οι Αμερικανοί δεν έχουν εκδώσει τον κατηγορούμενο ως «πραξικοπηματία» Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία. Αντιθέτως μάλιστα, η αμερικανική Δικαιοσύνη βγαίνει στην αντεπίθεση βάζοντας στο στόχαστρο στενούς συνεργάτες και πρώην φίλους του Ερντογάν. Μόλις πριν από τρεις εβδομάδες Αμερικανοί πράκτορες συνέλαβαν στη Νέα Υόρκη τον Mεχμέτ Χακάν Ατίλα, διευθυντικό στέλεχος της μεγαλύτερης τουρκικής κρατικής τράπεζας «Halkbank», τον οποίο εμπλέκουν σε σκάνδαλο παράνομων τραπεζικών συναλλαγών με το Ιράν. Για τον ίδιο λόγο, έχει συλληφθεί και κρατείται στις ΗΠΑ τους τελευταίους 12 μήνες και ο Τουρκοϊρανός επιχειρηματίας Ριζά Ζαράμπ. Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι συλλήψεις έγιναν στοχευμένα... ως αντίβαρο ή διαπραγματευτικό χαρτί ενάντια σε πιθανούς τουρκικούς εκβιασμούς. Ο ίδιος ο Ερντογάν πάντως, επιλέγει προς το παρόν να υποβαθμίζει τις διαφωνίες με το στρατόπεδο Τραμπ... εν όψει της συνάντησης που πρόκειται να έχει με τον Αμερικανό ηγέτη τον Μάιο.
Σε καθεστώς επιτήρησης μπαίνει πάλι η Τουρκία
Σε μια κίνηση-κόλαφο για το καθεστώς Ερντογάν και τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις του, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε χθες από το Στρασβούργο να επαναφέρει την Τουρκία σε καθεστώς επιτήρησης, επιβεβαιώνοντας έτσι την οπισθοχώρηση που έχει σημειωθεί στη χώρα ως προς τον σεβασμό δημοκρατικών θεσμών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να αντιδράσει με σκληρούς χαρακτηρισμούς, καταγγέλλοντας ότι η ξενοφοβία και η ισλαμοφοβία «εξαπλώνονται βίαια» στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων και από «κακόβουλους κύκλους» εντός του ίδιου του Συμβουλίου της Ευρώπης, του οποίου η Τουρκία τυγχάνει μάλιστα ιδρυτικό μέλος. Ο λόγος για έναν θεσμό αποτελούμενο από 47 κράτη που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1940 και δεν πρέπει να συγχέεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της ΕΕ.
Για την ιστορία, ήταν το 2004 όταν η Αγκυρα είχε βγει από το καθεστώς επιτήρησης ξεκινώντας την ενταξιακή πορεία της προς την ΕΕ με εκπληρωμένα τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Πίσω στο παρόν ωστόσο, εν έτει 2017, η προοπτική της ένταξης δείχνει να απομακρύνεται προς όφελος μιας «νέας εταιρικής σχέσης» μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.
www.ethnos.gr