«Μην είσαι αδιάφορος» και «Η αντίσταση είναι καθήκον» έγραφαν τα πλακάτ διαμαρτυρίας που κρατούσαν οι διαδηλωτές, περιμένοντας την ανακοίνωση της ετυμηγορίας έξω από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας. Πολλές φορές το Δικαστήριο είχε αναβάλει την ανακοίνωση μίας απόφασης, που θα έκανε τη σχέση της Πολωνίας με την ΕΕ ακόμη πιο δύσκολη απ' ότι ούτως ή άλλως είναι. Όπως εξηγεί στην DW ο Ρόμπερτ Γκρέστσακ, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, δεν μιλάμε απλώς για «χάσμα» μεταξύ Βαρσοβίας και Βρυξελλών, αλλά για μία τεράστια «μαύρη τρύπα» στην οποία βυθίζεται η Πολωνία.
«Βρισκόμαστε εκτός νομικού πλαισίου. Πώς να σχολιάσω εγώ, ως νομικός, μία πράξη που κινείται εκτός νομικού πλαισίου;» διερωτάται ο ίδιος. Για να συμπληρώσει ότι «πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα. Είναι το αποτέλεσμα της πίεσης, που έχει ασκηθεί σε ένα δικαστήριο πειθήνιο στην κυβέρνηση». Ο καθηγητής Γκρέστσακ εκτιμά ότι θα ακολουθήσουν προσφυγές της Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ παράλληλα θα «παγώσουν» σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια προς τη Βρασοβία. «Το μείζον ερώτημα είναι αν θα οδηγήσουμε εμείς οι ίδιοι τη χώρα εκτός ΕΕ ή αν θα μας εκδιώξουν», λέει. Σε κάθε περίπτωση «η μπάλα βρίσκεται τώρα στο γήπεδο της ΕΕ».
Ένα ζήτημα «αρχής»
Στην ετυμηγορία του το Συνταγματικό Δικαστήριο υπό την προεδρία της Γιούλια Πζελέμπσκα, η οποία θεωρείται έμπιστη συνεργάτις του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος PiS, Γιάροσλαβ Κασίνσκι, απεφάνθη ότι «η απόπειρα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να αναμειχθεί στην πολωνική δικαιοσύνη παραβιάζει (...) τους κανόνες της υπεροχής του Συντάγματος και της εθνικής ακεραιότητας, η οποία παραμένει ανέγγιχτη στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Δύο από τους συνολικά δώδεκα δικαστές είχαν διαφορετική άποψη, αλλά η περισσότεροι συνέπεσαν στην εκτίμηση ότι ένα μέρος των Ευρωπαϊκών Συνθηκών δεν συνάδει με το Σύνταγμα της χώρας. Η δικαστής Πζελέμπσκα απαρίθμησε μία σειρά άρθρων της Συνθήκης, τα οποία δεν συνάδουν με το Σύνταγμα της Πολωνίας και έκρινε ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα «έχουν υπερβεί τις αρμοδιότητές τους».
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται ένα θεμελιώδες ερώτημα: Ποια είναι η σχέση του εθνικού με το κοινοτικό δίκαιο και, σε τελική ανάλυση, ποιο υπερέχει; Αφορμή για όλα αυτά ήταν η τροποποίηση της πολωνικής νομοθεσίας που αφορούσε τον ορισμό δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Η κυβέρνηση του εθνολαϊκιστικού κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS), που βρίσκεται στην εξουσία από το 2015 είχε περάσει νόμο, με τον οποίο γινόταν πρακτικά αδύνατον να ελεγχθεί νομικά η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων. Η υπόθεση κατέληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο απεφάνθη ότι σε τόσο σημαντικές υποθέσεις, όπου διακυβεύονται βασικές αρχές της ΕΕ, οι εθνικές διατάξεις θα πρέπει να υποχωρούν μπροστά στο κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και αν έχουν συνταγματική ισχύ. Κατόπιν αυτού ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ματέους Μοραβιέτσκι έθεσε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του το ερώτημα περί υπεροχής του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου. Η σχέση αυτή πολλές φορές προκαλεί ερωτήματα, ακόμη και στη Γερμανία το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο σε πρόσφατη ετυμηγορία του είχε ταχθεί κατά της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηριου. Στην περίπτωση της Πολωνίας το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, καθώς η σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε αλλάξει κατά τρόπο αυθαίρετο και μάλιστα παράνομο, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο.
Επιμένει ο Κασίνσκι
Ο Πιοτρ Γκαντσιάρεκ, δικαστής στο Εφετείο της Βαρσοβίας, προτείνει στους συναδέλφους του να «αγνοήσουν» απλώς την απόφαση του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, γιατί, όπως επισημαίνει, ορισμένοι από αυτούς που την συνυπογράφουν δεν είναι κάν δικαστές! Αλλά ο πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος PiS Γιάροσλαβ Κασίνσκι δεν κάνει πίσω. «Στην Πολωνία το Σύνταγμα υπερέχει έναντι άλλων πηγών δικαίου», ανέφερε μετά την ανακοίνωση της απόφασης. «Ο,τιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι, πρώτον, η Πολωνία δεν είναι κυρίαρχο κράτος και, δεύτερον, ότι η Πολωνία δεν είναι δημοκρατία».
Από την πλευρά του ο Μπαρτολομέι Πζεμουσίνσκι, εκπρόσπος τύπου της ένωσης δικαστών Iustitia, επισημαίνει σε τηλεοπτική συνέντευξή του ότι το 2004, όταν η Πολωνία εντάχθηκε στην ΕΕ και το Κοινοβούλιο της χώρας κύρωσε την Πράξη Προσχώρησης, το πολωνικό Σύνταγμα ήδη προϋπήρχε. Η αρμοδιότητα για την ερμηνεία ζητημάτων που απορρέουν από την Ευρωπαϊκές Συνθήκες παραχωρήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, υπενθυμίζει ο Πζεμουσίνσκι. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι έκτοτε δεν έχει τροποποιηθεί το Σύνταγμα της Πολωνίας, δεν βλέπει καμία αντίφαση ανάμεσα στην Πράξη Προσχώρησης και τις εθνικές συνταγματικές διατάξεις.
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης
Η αντιπαράθεση της Βαρσοβίας με την ΕΕ έχει ξεκινήσει εδώ και πολύν καιρό με αφορμή την προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος PiS να περάσει την αποκαλούμενη «μεταρρύθμιση στον κλάδο της δικαιοσύνης». Για τους επικριτές της κυβέρνησης πρόκειται για εμφανή προσπάθεια να υποταχθεί η Δικαιοσύνη στα κελεύσματα της πολιτικής, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η ίδια αντιτείνει ότι επιδιώκει να γίνει πιο «αποτελεσματική» η λειτουργία των δικαστηρίων, αλλά και να παύσει δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι υπηρετούσαν ακόμη και επί κομμουνιστικού καθεστώτος. Το τελευταίο επιχείρημα δεν φαίνεται πάντως ιδιαίτερα πειστικό, καθώς έχουν απομακρυνθεί δικαστικοί που δεν είχαν καν ενηλικιωθεί στα χρόνια της σοσιαλιστικής Πολωνίας.