To μείγμα φυσικά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, όπως και το τελικό αποτέλεσμα, παρά τις μοιρασμένες –και όχι τόσο ενθουσιώδεις κριτικές– που πήρε η σειρά στο εξωτερικό. Μην τους ακούτε! Εχουν «κακομάθει» απλώς από τον ορυμαγδό των ποιοτικών σειρών που κατακλύζει τους δέκτες μας και βιάζονται να κρίνουν ένα σόου, που είναι πολύ πιο σύνθετο και συναρπαστικό από την (ομολογουμένως) παραζαλισμένη του επιφάνεια.
Πρωταγωνιστής του «Vinyl» είναι ο Ρίτσι Φινέστρα, μουσικός παραγωγός και ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας στη Νέα Υόρκη του 1973. Αρχές του ’70· υπάρχει κόσμος που θα σκότωνε για να γυρίσει πίσω σ’ εκείνη τη μαγική για τη ροκ κουλτούρα περίοδο και να δει από κοντά σε δράση τα ιερά τέρατα της μουσικής, στο απόγειο της δημιουργικής τους καριέρας. Και ποιος αρμοδιότερος να δώσει τον τόνο σε ένα τέτοιο νοσταλγικό πρότζεκτ από τον επικεφαλής των Rolling Stones, τον άνθρωπο δηλαδή που έζησε την εποχή εκείνη «από πολύ μέσα».
«Μου φαινόταν πως τα πάντα ήταν δυνατά εκείνο τον καιρό. Μπορούσες να δημιουργήσεις και να αναμείξεις οποιοδήποτε είδος μουσικής, φτιάχνοντας κάτι που ο κόσμος ήθελε να ακούσει. Φυσικά υπήρχε και πολλή σαβούρα. Ανατρέχοντας στο σύνολο των τραγουδιών εκείνης της περιόδου, βρίσκω πολλά πανέμορφα πράγματα, όμως είναι απίστευτο το πόσα σκουπίδια υπάρχουν ταυτόχρονα. Κι αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που συζητήσαμε με τον Μάρτι (Σκορσέζε): πόση, δηλαδή, μουσική σαβούρα θα βάζαμε στη σειρά, γιατί θέλαμε να αναπαραστήσουμε σωστά την εποχή. Δεν θέλαμε να δείξουμε πως τα 70s ήταν μόνο Μάρβιν Γκέι, Τζέιμς Μπράουν και Μπομπ Μάρλεϊ. Δεν ήταν. Ηταν γεμάτα με σκουπίδια», επισημαίνει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο Τζάγκερ.
Ο Σκορσέζε τον «πιλότο»
Οπως είπαμε, το «Vinyl» δεν επικεντρώνει τη δράση του σε κάποιον συγκεκριμένο μουσικό ή μπάντα. Ο ήρωάς του, ερμηνευμένος άψογα από τον Μπόμπι Καναβάλε του «Boardwalk Empire» (ΗΒΟ), καλείται καθημερινά να αντιμετωπίσει στη δουλειά του εκατοντάδες μικρά και μεγαλύτερα προβλήματα (από τα πιο σοβαρά μέχρι τα πλέον κωμικά), ενώ ταυτόχρονα παλεύει με τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες και τις εξαρτήσεις. Στο πλευρό του η σύζυγός του Ντέβον (στο ρόλο η πανέμορφη Ολίβια Γουάιλντ), πρώην μούσα του Αντι Γουόρχολ, του γκουρού της ποπ κουλτούρας, και πνευματικό τέκνο του περίφημου «Factory».
Εκτός αυτών, η σειρά εισάγει ακόμα πλήθος χαρακτήρων, λιγότερο ή περισσότερο μόνιμων, οι οποίοι σχηματίζουν τον καμβά μιας ιδιαίτερης μουσικής βιομηχανίας, βυθισμένης στα ναρκωτικά και στις σεξουαλικές απολαύσεις.
Στη χειμαρρώδη πρώτη σεζόν, η οποία μοιάζει σαν βόλτα με το τρενάκι του λούνα παρκ, ο Σκορσέζε ήταν εκείνος που έδωσε την εναρκτήρια ώθηση. Συγκεκριμένα, ο βετεράνος κινηματογραφιστής σκηνοθέτησε τον διάρκειας δύο ωρών «πιλότο» της σειράς, δημιουργώντας επί της ουσίας μια κανονική ταινία και παραδίδοντας στη συνέχεια τα ηνία –και το ανάλογο αισθητικό πρότυπο– στους επόμενους. Το πρώτο αυτό επεισόδιο μας εισάγει στον κόσμο του Ρίτσι Φινέστρα, ο οποίος είναι έτοιμος να πουλήσει την ημιχρεοκοπημένη εταιρεία του στον γερμανικό κολοσσό της Polygram. Η αγάπη ωστόσο για τη δουλειά του θα του αλλάξει γνώμη, γεγονός που αισθητοποιείται μέσα από μια εκπληκτική σκηνή «επιφοίτησης», κατά τη διάρκεια μιας επεισοδιακής συναυλίας των New York Dolls. Εν τω μεταξύ, έχει προηγηθεί ένας φόνος, μερικά αποκαλυπτικά φλας μπακ και ένας ξεκαρδιστικός διάλογος με τον Ρόμπερτ Πλαντ των Led Zeppelin, ενώ το επεισόδιο κλείνει υποδειγματικά με σχήμα κύκλου.
Από εκεί και πέρα το νερό –ή μάλλον η βελόνα του πικάπ– μπαίνει στο αυλάκι. Ο σπουδαίος Τέρενς Γουίντερ («Sopranos», «Boardwalk Empire») μαζί με τους υπόλοιπους σεναριογράφους έχουν δημιουργήσει ένα σόου που προσπαθεί, κατά το δυνατόν, να αποδώσει τους ξέφρενους ρυθμούς και την τρέλα της εποχής. «Το αστείο με το να αφηγείσαι ιστορίες για τον κόσμο της ροκ είναι πως τα πραγματικά περιστατικά είναι συνήθως πιο παλαβά απ’ ό,τι εμείς οι σεναριογράφοι μπορούμε να φανταστούμε», έχει δηλώσει ο ίδιος.
Το «Vinyl» παίρνει πολλές διαφορετικές αφηγηματικές κατευθύνσεις, στοιχείο που, αν και συναρπαστικό, αποτελεί ίσως και τη μοναδική του αδυναμία. Από τηn γκανγκστερική πινελιά του Σκορσέζε, αναμενόμενη προφανώς, μέχρι τις έντονες ψυχολογικές προεκτάσεις των τελευταίων επεισοδίων, η πλοκή μοιάζει να ψάχνει, κάπως υπερβολικά, τρόπους να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον. Και δεν χρειάζεται. Ειδικά για τους φίλους της μουσικής κάτι τέτοιο είναι και αποπροσανατολιστικό.
Σε κάθε επεισόδιο παρουσιάζεται εν είδει γκεστ και ένας σταρ της εποχής. Το ίδιο γίνεται περίπου και με τα διάφορα μουσικά ρεύματα, έστω με κάποιους απαραίτητους αναχρονισμούς. Ο γιος του Μικ Τζάγκερ, Τζέιμς, για παράδειγμα, εμφανίζεται ως πρώιμος πάνκερ, κάπως νωρίτερα από τους πραγματικούς εκπροσώπους του είδους στη Νέα Υόρκη, ωστόσο αυτό δεν βλάπτει. Απολαυστική είναι επίσης η ατάκα ενός χαρακτήρα, περιγράφοντας τη μουσική ενός νεαρού πιονιέρου του χιπ χοπ: «Παίζει δύο δίσκους ταυτόχρονα», λέει, ελλείψει ακριβέστερης εικόνας. Οσο για τη μουσική επένδυση της σειράς, δεν χρειάζεται να πούμε ποιος την επιμελείται. Είναι εκείνος που έχει μια μικρή συμπάθεια για τον... Διάβολο.
www.kathimerini.gr