Η Αθήνα και ο Πειραιάς σε καραντίνα. Τα καταστήματα κλειστά και οι δρόμοι άδειοι. Εικόνες των ημερών, που έρχονται και από το πολύ μακρινό παρελθόν, όταν μια άλλη θανατηφόρα επιδημία είχε ενσκήψει στο λεκανοπέδιο.
Ηταν στα χρόνια του Οθωνα όταν η «ξένη», όπως αποκαλούσαν οι Αθηναίοι τη χολέρα, επειδή είχε έρθει από το εξωτερικό, «χτύπησε» αρχικά τον Πειραιά, με την αποβίβαση των γαλλικών και αγγλικών δυνάμεων κατοχής.
Η ασθένεια είχε ξεκινήσει από τη Βεγγάζη της Ινδίας το 1839 και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, πλήττοντας τη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία, τη Δυτική Ευρώπη αλλά και την αμερικανική ήπειρο, για να φτάσει, το 1854, στην Ελλάδα και την Τουρκία, από γαλλικά στρατεύματα που επέστρεφαν από τον πόλεμο της Κριμαίας.
Οι αδύναμες κρατικές δομές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους κατέρρευσαν πολύ γρήγορα και, όπως αποτυπώνεται με συγκλονιστικό τρόπο στις περιορισμένες σωζόμενες περιγραφές, κυριάρχησε απελπισία και πανικός μέχρι την πλήρη εξάλειψη της επιδημίας, η οποία υπολογίζεται ότι σκότωσε περίπου 3.000 Αθηναίους, δηλαδή το ένα δέκατο του πληθυσμού της πρωτεύουσας.
Εκείνη την εποχή, πάντως, υπήρχαν και ορισμένα γεγονότα που αναπόφευκτα δημιουργούν συνειρμούς ομοιοτήτων και διαφορών με σημερινά αντίστοιχα ζητήματα που ανέκυψαν με την πανδημία του κορονοϊού.
Και συγκεκριμένα:
1. Η αισχροκέρδεια, που είχε εμφανιστεί σε είδη διατροφής (ψωμί, κρέας, ρύζι κ.ά.), που συνίσταντο ως απαραίτητα για τη χολέρα, και για την οποία ακόμα και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες της εποχής επέρριψαν ευθύνες στον αρμόδιο -τότε- υπουργό Εσωτερικών.
2. Η υπεύθυνη στάση των τότε μητροπολιτών Αθηνών Νεόφυτου και Σύρου Δανιήλ, που κάλεσαν τους πιστούς να μην κάνουν νηστεία και στερηθούν το πολύτιμο γι’ αυτούς κρέας. Μάλιστα ο Νεόφυτος προχώρησε ακόμα περισσότερο εμποδίζοντας, αρχικά, τη λειτουργία μέσα στις εκκλησίες για να μη γίνεται συγκέντρωση πιστών σε κλειστό χώρο και, στη συνέχεια, το κρίσιμο διάστημα του Νοεμβρίου του 1854 σταμάτησε και τις υπαίθριες λιτανείες.
3. Η πανικόβλητη φυγή των κατοίκων του Πειραιά και της Αθήνας, που προκάλεσε τεράστια προβλήματα στη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και μετέφερε την αρρώστια στα νησιά και σε επαρχιακές πόλεις, όπως το Ναύπλιο. Ομως τελικά θεωρήθηκε ότι συνετέλεσε στη -σχετικά- γρήγορη ανακοπή της εξάπλωσης της ασθένειας και τελικά της εξαφάνισής της.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έφτασε η «ξένη» στον Πειραιά, διότι οι γαλλικές αρχές κατοχής, που σε αντίθεση με τους Αγγλους φέρεται να επέδειξαν ακραία νοοτροπία κατακτητή, κράτησαν κρυφά από τις ελληνικές αρχές τα πρώτα κρούσματα ανάμεσα στους στρατιώτες τους, με αποτέλεσμα τη ραγδαία εξάπλωση της θανατηφόρου νόσου.
Οι γαλλοαγγλικές δυνάμεις, που αριθμούσαν περίπου 6.500 άνδρες, άρχισαν να καταφτάνουν στον Πειραιά στα τέλη Μαΐου του 1854, αναγκάζοντας τον Οθωνα να κηρύξει ουδετερότητα της Ελλάδας στον ανατολικό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον οποίο Αγγλία και Γαλλία είχαν ταχθεί στο πλευρό των Οθωμανών. Λίγο αργότερα σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο, που ονομάστηκε «Υπουργείον της κατοχής».
Οι Γάλλοι και οι Αγγλοι καταπλέοντας στον Πειραιά αρνήθηκαν, όπως σημειώνει ο Νικόλαος Δραγούμης, να δεχτούν την προβλεπόμενη υγειονομική κάθαρση. «Βεβαίως, αν οι ξένοι επέτρεπον την υγειονομικήν κάθαρσιν, θ’ απεκρούετο το νόσημα, διότι και πρότερον, δις ή τρις μετακομισθέν εις τινας λιμένας της Ελλάδος, απεσοβήθη διά του τρόπου τούτου», αναφέρει ο Δραγούμης. (Ν. Δραγούμης, «Ιστορικαί Αναμνήσεις», Τόμος Β', Αθήνα 1879, σελ. 238)
Η φιλορωσική εφημερίδα «Αιών» (φ. 7.7.1894) θα αποκαλύψει ότι τα πλοία που μετέφεραν στρατιώτες από τη Γαλλία εξαπατούσαν την Υγειονομική Αρχή, εμφανίζοντας υγειονομικές πιστοποιήσεις ότι ήταν «καθαρά» από κρούσματα, ενώ πολλές φορές στη διάρκεια του ταξιδιού είχαν ρίξει στη θάλασσα νεκρούς από χολέρα!...
Ο Γεράσιμος Βώκος, στο ιστορικό μυθιστόρημά του «Η κατοχή», περιγράφει ότι «οι πρώτοι νεκροί [ήταν] στο στρατόπεδο των Γάλλων στα Υδραίικα (σ.σ.: συνοικία του Πειραιά, μεταξύ της Ακτής Μιαούλη και των οδών Σαχτούρη, Γ. Θεοτόκη και Θουκυδίδου). Τάφηκαν βράδυ, γρήγορα και πρόχειρα. […] Επειτα από τρεις μέρες τα κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν καταπληκτικώς και κατά σύμπτωση εντός της ναυαρχίδας όπου διέμενε ο ναύαρχος, τρεις ναύτες πέθαναν» (Γ. Βώκος, «Η κατοχή», Τόμος Β', Αθήνα 1905, σελ. 414)
Γρήγορα τα κρούσματα επεκτάθηκαν και στο άλλο γαλλικό στρατόπεδο, μεταξύ Τουρκολίμανου και Νέου Φαλήρου.
Ωστόσο, ο Γάλλος ναύαρχος Τινάν αποκρύπτει το γεγονός από τις ελληνικές αρχές και όπως παρατηρεί ο Βώκος «συνεπεία αυτής της μωράς και κακούργου επιφυλακτικότητας, ουδέν μέτρον κατασταλτικόν ή προληπτικόν μεταδόσεως ελήφθη». Ετσι, οι στρατιώτες από τα μολυσμένα στρατόπεδα κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι στην πόλη και δεν αργούν τα θύματα και ανάμεσα στους πολίτες. Οι ταφές των στρατιωτών γίνονται νύχτα σε ομαδικούς τάφους, οι οποίοι σκεπάζονται με ασβέστη.
Ομως οι Πειραιώτες αντιλαμβάνονται αυτές τις νυχτερινές κινήσεις και διαπιστώνουν ότι έχουν ανοιχτεί σε ερημικά σημεία τάφοι. Οι νοσοκόμοι αναφέρουν σε Ελληνες γιατρούς τα συμβάντα και έτσι το γαλλικό μυστικό διαρρέει.
Στις 5 Ιουλίου η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Αθηνά» γράφει, για πρώτη φορά, για κάποια «σοβαρά νόσο» που ενέσκηψε στον γαλλικό στρατό, στον Πειραιά, και αποκαλύπτει ότι έχει ήδη συνεδριάσει τρεις φορές το Ιατροσυνέδριο, ένα θεσμοθετημένο συμβουλευτικό όργανο ιατρών, αλλά «αγνοούμεν τι αποφάσισε». Είναι προφανές ότι και η κυβέρνηση κατοχής… προσαρμόζεται στις επιθυμίες-εντολές των Γάλλων για να μην κάνει ανακοινώσεις.
Αλλά στις 6 Ιουλίου το θέμα δεν κρύβεται άλλο. Στους τοίχους της Αθήνας και του Πειραιά κολλιέται ανακοίνωση, με τυμπανοκρουσίες, ώστε να ενημερωθούν όλοι οι κάτοικοι, με την οποία γνωστοποιείται η απαγόρευση της συγκοινωνίας ανάμεσα σε Αθήνα και Πειραιά.
Ο αλαζών Γάλλος ναύαρχος Τινάν -που κατά τα άλλα μας άφησε στον Πειραιά έναν κήπο, τον Τινάνειο κήπο, για να τον θυμόμαστε-, σε αντίθεση με τον Αγγλο συνταγματάρχη, «εναντιώθη, μη παραδεχθείς την μεταξύ Πειραιώς και Αθηνών τεθείσαν υγειονομικήν γραμμήν», ανέφερε σε αποκαλυπτικό δημοσίευμά της η εφημερίδα «Αιών» (φ.7.7.1854).
Ετσι, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση, τα μέτρα «χαλάρωσαν».
Συγκεκριμένα, απαγορευόταν να έρθουν οικογένειες από τον Πειραιά και να κατοικήσουν στην Αθήνα. Ομως μπορούσαν άνθρωποι να μετακινούνται ελεύθερα για τις δουλειές τους, με την προϋπόθεση ότι όσοι ανέβαιναν από τον Πειραιά και έφταναν περίπου στο σημερινό Γκάζι, εκεί θα τους εξέταζε γιατρός.
Από το μέτρο εξαιρούνταν όλοι οι ξένοι στρατιώτες - και οικογενειάρχες έρχονταν ελεύθερα στην Αθήνα εφόσον είχαν μαζί τους ξένο στρατιώτη!
Παρά τη «χαλάρωση» των μέτρων, η επιδημία καθυστέρησε να φτάσει στην Αθήνα. Ωστόσο, από τον Πειραιά ο κόσμος άρχισε να φεύγει, με κάθε μέσο - προς τα νησιά οι ευπορότεροι και προς τον Ελαιώνα οι φτωχότεροι. Στις 17 Ιουλίου η αστυνομία είχε εκδώσει 800 διαβατήρια σε Πειραιώτες για το εξωτερικό.
«Ο Πειραιεύς διελύθη πραγματικώς. Οι ατυχείς κάτοικοι αυτού […] διελύθησαν περίφοβοι εις τας πέριξ νήσους […] Εκ των περίπου 5.000 έμειναν μόλις 600», έγραφε στις 7 Αυγούστου 1854 η εφημερίδα «Αιών», ενώ λίγες μέρες αργότερα (18.8) έγραψε πως «ούτος εξεκενώθη καταστάς πραγματική νεκρόπολις».
Οι νεκροί μεταφέρονταν με κάρα δυο-δυο ή τρεις-τρεις και ρίχνονταν σε ομαδικούς τάφους. Λεγόταν ότι ο γαλλικός στρατός αριθμούσε 720 νεκρούς και οι Αγγλοι 176, δηλαδή περίπου το 15% της συνολικής δύναμής τους.
Στο μεταξύ, η θανατηφόρος νόσος είχε εμφανιστεί και στα νησιά. Αρχικά, στη Σύρο και στη συνέχεια σε Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Ιο κ.α.
Στη Σύρο, όπου υπήρχαν 50-80 νεκροί την ημέρα, πίστευαν ότι η χολέρα έφτασε από γαλλικά πλοία, προερχόμενα από τη Μασσαλία, τα οποία έριξαν στη θάλασσα νεκρούς ανθρώπους. Ωστόσο, είναι πιθανό να μεταφέρθηκε και από «πρόσφυγες» του Πειραιά.
Πάντως, στα άλλα νησιά των Κυκλάδων φαίνεται ότι μεταφέρθηκε από Συριανούς, που έφυγαν, με τη σειρά τους, από το νησί, στη διάρκεια της επιδημίας.
Αξιοσημείωτη είναι η στάση του τότε μητροπολίτη Σύρου και Τήνου Δανιήλ, που επιστρέφοντας από την Αθήνα στη Σύρο, όπου είχε ενσκήψει η χολέρα, κάλεσε τους κατοίκους να σταματήσουν τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου και να ακολουθήσουν τη συνιστώμενη από τους γιατρούς δίαιτα με ζωμό βραστού κρέατος.
Προφανώς και τότε υπήρξαν αντιδράσεις στην εύλογη προτροπή του μητροπολίτη, οι οποίες σχολιάστηκαν καυστικά από τον Τύπο.
«Πάντες επηνέσαμε τον σώφρονα και σωτήριον του Μητροπολίτου μας τρόπον […] Αλλ’ όμως, τινές αμαθείς και αναίσθητοι εκ της τύρβης έψεξαν την συμβουλήν του Αρχιερέως», αναφερόταν χαρακτηριστικά σε επιστολή από τη Σύρο, που δημοσιεύτηκε στις 25 Αυγούστου στην εφημερίδα «Αιών».
Στην Αθήνα
Και ενώ στα τέλη Αυγούστου άρχισε η επιδημία να παρουσιάζει ύφεση στον Πειραιά και στα νησιά, η κυβέρνηση ήρε, σταδιακά, τα περιοριστικά μέτρα και ο Οθωνας μοίραζε εύφημες μνείες, ο εφιάλτης έκανε την εμφάνισή του στην Αθήνα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου στην οδό Λυσικράτους, στην περιοχή της Πλάκας, μια 50χρονη παρουσίασε ήπια συμπτώματα χολέρας. Μία εβδομάδα αργότερα θεραπεύτηκε, αλλά σε αυτό το διάστημα οι νεκροψίες σε 4 ανθρώπους έδειξαν ύποπτα σημάδια.
Ωστόσο, η κυβέρνηση επέμενε να εφησυχάζει και ο Δήμος Αθηναίων διοργάνωσε, στις 11 Οκτωβρίου, ένα μεγάλο συμπόσιο προς τιμήν του συμμαχικού στρατού σε κεντρικό ξενοδοχείο, με χιλιάδες συγκεντρωμένους να παρακολουθούν τη συναυλία της μπάντας του στρατού έξω απ’ αυτό.
Την επομένη κιόλας (12 Οκτωβρίου) δυο γυναίκες, η μία στην οδό Νίκης και η άλλη στην περιοχή κοντά στην Ακρόπολη, πέθαναν σε διάστημα 12 ωρών. Στις 14 και 15 του μήνα τα κρούσματα αυξάνονταν διαδοχικά και είχαν φτάσει τα 10.
«Με λύπην μας αναγγέλομεν ότι η φθοροποιός νόσος της χολέρας ενέσκηψε εις την πρωτεύουσαν μετά τοσαύτης ορμής και δριμύτητος, ώστε ο αριθμός των θυμάτων αυτής είναι αρκετά ογκώδης μέχρι σήμερον», έγραφε στις 18 Οκτωβρίου η εφημερίδα «Αθηνά».
Πανικόβλητοι οι κάτοικοι φεύγουν σε νησιά, στα Μέγαρα, σε χωριά της Βοιωτίας αλλά και στα περίχωρα των Αθηνών. Επίσης η αστυνομία εξέδωσε 3.000 διαβατήρια!
Για τη μεταφορά, το αγώι στα κάρα είχε φτάσει στο υψηλό ποσό των 100 δραχμών για τη διαδρομή μέχρι τον Πειραιά ή την Κηφισιά. Τις επόμενες μέρες ξεπέρασε τις 300 και 400 δραχμές, όταν ο μισθός ενός αστυφύλακα ήταν 45 δραχμές!
«Η Ιερά οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ’ ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρα, αμάξια, φορτηγά ζώα, πεζούς· παντού μια ατελείωτη αλυσίδα, που εσέρνουνταν […] Κλάμα και θρήνος παντού, τα πράγματα ριγμένα άνω κάτω […] Πολλοί δυστυχισμένοι που δεν είχαν τις τριακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φθάσει το αγώι ενός αμαξιού έως τα περίχωρα έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κ’ οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. […] Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλη περισσότερες από οκτώ», περιγράφει ο Εμμανουήλ Λυκούδης στο ιστορικό διήγημά του «Η ξένη του 1854», που δημοσιεύτηκε το 1893 στο περιοδικό «Δελτίο της Εστίας».
Πανεπιστήμια και σχολεία έκλεισαν, όπως και η Βουλή, ενώ έφυγαν από την πόλη ακόμα και υπουργοί, ενώ όσοι έμειναν δεν έβρισκαν υπαλλήλους να εργαστούν. Ανάμεσα σε αυτούς που έφυγαν ήταν και ο δήμαρχος Αθηναίων Ιωάννης Κόνιαρης, που παύτηκε από τα καθήκοντά του και στη θέση του διορίστηκε ο πάρεδρος Κ. Γαλάτης.
Προς τιμήν του παρέμεινε στη θέση του, παρά τις προτροπές να φύγει, ο βασιλιάς Οθωνας και η σύζυγός Αμαλία, που προσέφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά για την περίθαλψη απόρων.
Πολλοί γιατροί δεν πήγαιναν να δουν ασθενείς ή μαζί με φαρμακοποιούς προσπαθούσαν να καρπώνονται την πίστωση των 200 δραχμών που είχε εγκρίνει το υπουργείο Εσωτερικών σε κάθε φαρμακείο για τη χορήγηση δωρεάν φαρμάκων σε απόρους.
Αντίθετα, όπως έχει γραφτεί, διακρίθηκαν για την προσφορά τους ο γιατρός Σταυρίδης, που πέθανε βοηθώντας δυστυχισμένους, ο νομοϊατρός Ορφανίδης και ο ανακτορικός γιατρός Λινδερμάγερ και εν μέρει ο Ν. Κωστής. Από τις 7 Νοεμβρίου άρχισε η θύελλα. Τα επίσημα δελτία καταγγέλθηκε ότι έκρυβαν την αλήθεια για τον αριθμό των νεκρών.
Ενας γιατρός έγραφε: «Το τέταρτον τμήμα [της πόλης] έγινε είς μέγας τάφος, κατά δεύτερον λόγον το πρώτον και το τρίτον, Φρίξον ήλιε! Πτώματα εις τας οδούς, πτώματα εις εκάστην οικίαν, […] Πολλαχού ολόκληροι οικογένειαι εκλείπουσιν».
Στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπως περιγράφει ο Λυκούδης, τα κρεβάτια πυκνά, κολλημένα, για να χωρούν περισσότερα οι σάλες, μόλις άφηναν λίγο τόπο για να διαβαίνουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι. «Ολα ήσαν γεμάτα, εκοίτονταν και χάμω πολλοί απάνω στα βρωμερά απορρίμματα».
Η αγορά είχε νεκρώσει και η αισχροκέρδεια σε βασικά είδη διατροφής, όπως το κρέας, το ψωμί και το ρύζι, οργίαζε. Ειδικά, το ψωμί από 40 λεπτά η οκά είχε φτάσει, σε λίγες ημέρες, να πωλείται προς μία δραχμή! Ακόμα και η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Αθηνά» επέρριπτε ευθύνες στον αρμόδιο υπουργό Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη.
Στους δρόμους γίνονταν λιτανείες, αλλά και αυτές σταμάτησαν μετά τις 14 Νοεμβρίου, ενώ νωρίτερα ο μητροπολίτης Αθηνών Νεόφυτος «πολύ σωστά εμπόδισε το κήρυγμα μέσα εις ταις εκκλησίαις, για να μη βρίσκη μαζωμένη τροφή η αρρώστια», αναφέρει ο Λυκούδης.
Τελικά, στα τέλη Νοεμβρίου, επήλθε η ύφεση και σταδιακά άρχισε ο κόσμος να επιστρέφει. Μάλιστα, όπως έγραψαν στις 27 Νοεμβρίου οι εφημερίδες της εποχής, στις ταβέρνες άρχισε να μαζεύεται πολύς κόσμος και να γιορτάζει με άφθονη κατανάλωση κρασιού τη λύτρωση από τη φονική αρρώστια.