προστατευόμενες νησίδες του Νότιου Αιγαίου αποτελεί ένα ζήτημα αιχμής για την προστασία της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα, που έχει συναντήσει την καθολική εναντίωση τόσο των περιβαλλοντικών οργανώσεων όσο και των επιστημονικών φορέων.
Η πρόσφατη αρνητική γνωμοδότηση για την υλοποίηση του έργου από τη Διεύθυνση Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας (Τμήμα Προστατευόμενων Περιοχών) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποτελεί ηχηρή επιβεβαίωση ότι οι βιομηχανικής κλίμακας παρεμβάσεις σε αυτά τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, ζωτικό κομμάτι του ελληνικού Δικτύου Natura 2000, θα έχουν σαρωτικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στη μοναδική χλωρίδα και πανίδα τους.
Συγκεκριμένα, μετά από την εξέταση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου και της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης (ΕΟΑ) που την συνοδεύει, η Διεύθυνση Βιοποικιλότητας γνωμοδοτεί αρνητικά για την περιβαλλοντική αδειοδότηση των 3 ΑΣΠΗΕ επί των 14 αυτών νησίδων.
Στην γνωμοδότηση αναφέρεται σαφώς ότι: «Η υλοποίηση των υπό εξέταση ΑΣΠΗΕ είναι πιθανό να προκαλέσει τον οριστικό εκτοπισμό της ορνιθοπανίδας από τις νησίδες. Εφόσον όμως και στην άμεση περιοχή προβλέπονται επίσης ΑΣΠΗΕ στα γύρω νησιά, τα πτηνά δεν θα μπορούν να βρουν εκεί καταφύγιο και είναι πολύ πιθανή η οριστική εξαφάνιση πτηνών σε όλη την περιοχή του κεντρικού Νοτίου Αιγαίου».
Επίσης: «Η υπό εξέταση επένδυση, εφόσον υλοποιηθεί, είναι πιθανόν να αλλοιώσει οριστικά και μη αναστρέψιμα αυτό το αδιατάρακτο των νησίδων, καταστρέφοντας αμετάκλητα τα προστατευόμενα οικοσυστήματα και εκδιώκοντας τα είδη της ορνιθοπανίδας, αίροντας ουσιαστικά το καθεστώς προστασίας και τους λόγους ένταξης αυτών των περιοχών στο δίκτυο Natura 2000».
Επιτέλους, φαίνεται να επικρατεί η λογική και τα επιστημονικά δεδομένα. Αναμένουμε πλέον και εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου την αναγνώριση του προφανούς: ότι η ισοπέδωση των 14 νησίδων για την εγκατάσταση βιομηχανικής κλίμακας ΑΣΠΗΕ αποτελεί ένα πραγματικό περιβαλλοντικό έγκλημα που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί.