Το μέγεθος της αγοράς του κάθε νησιού, ο πληθυσμός του και η εποχικότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, οδηγούν σχεδόν νομοτελειακά στην ανάπτυξη μικρών κατά βάση οικογενειακών επιχειρήσεων, τουλάχιστον στις Κυκλάδες.
Οι επιχειρήσεις αυτές συνήθως εξαρτώνται ελάχιστα από τον τραπεζικό δανεισμό και χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδία οικογενειακά κεφάλαια, τα οποία αποκτήθηκαν είτε μέσω της αξιοποίησης ιδιωτικής οικογενειακής περιουσίας, είτε μέσω αποταμίευσης, αλλά πολύ συχνά μέσα από την κεφαλαιοποίηση της αμοιβής της προσωπικής εργασίας.
Αυτή η επιχειρηματική οργάνωση σημαίνει πολύ απλά ότι πολλοί μικροεπιχειρηματίες στα νησιά των Κυκλάδων, εάν αντιμετώπιζαν τη δραστηριότητά τους με τεχνοκρατικά κριτήρια, θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι δεν θα έπρεπε να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά.
Συγκεκριμένα εάν έπρεπε να αποτιμηθεί η απόδοση των απασχολούμενων παγίων σε κτίσματα και οικόπεδα, των οικογενειακών αποταμιεύσεων και βεβαίως της νόμιμης αμοιβής της απασχόλησης των μελών της οικογένειας, η επιχειρηματική άσκηση δύσκολα θα ήταν ενδιαφέρουσα.
Όμως αυτοί οι επιχειρηματίες είναι οι στυλοβάτες της οικονομικής δραστηριότητας των περισσότερων νησιών.
Πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια που λόγω της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, ο κύκλος εργασιών έχει μειωθεί από 25% έως 40% ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας.
Οι συνθήκες αυτές αφορούν τόσο δραστηριότητες της πρωτογενούς παραγωγής όσο και δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών.
Προφανώς το μοντέλο ανάπτυξης μέσω των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι το ιδανικό για άλλες περιοχές της χώρας, για τα νησιά των Κυκλάδων όμως δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα λόγω της νησιωτικότητας. Βεβαίως πάντοτε υπάρχει η αντίθετη άποψη για εφαρμογή μοντέλων, συνεταιρισμών και άλλων τρόπων οργάνωσης της επιχειρηματικότητας, στην πράξη όμως ελάχιστα επιτυχημένα παραδείγματα υπάρχουν σε λειτουργία.
Καταλήγοντας επομένως στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον στα περισσότερα νησιά η μικροεπιχειρηματικότητα στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό και στην αυτοαπασχόληση είναι μονόδρομος, θα πρέπει να προβληματισθούμε για την διατηρησημότητα αυτών των δραστηριοτήτων.
Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολλές φορές εποχιακές επιχειρήσεις είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός.
Μια σημαντική μορφή έκφρασης του αθέμιτου ανταγωνισμού είναι η φοροδιαφυγή και η εισφοροαποφυγή.
Στις μικρές κλειστές και εποχιακές αγοράς ο φοροφυγάς επαγγελματίας είναι περισσότερο ασφαλής, δηλαδή αναλαμβάνει μικρότερο ρίσκο διότι συχνά ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα για μικρό χρονικό διάστημα και αποκτά τεράστιο πλεονέκτημα έναντι των συνεπών ανταγωνιστών του. Συνήθως η φοροδιαφυγή αυτού του είδους συνοδεύεται και από εισφοροαποφυγή με αποτέλεσμα ο αθέμιτος πλουτισμός να είναι μεγαλύτερος και ταχύτερος.
Ορισμένες φορές δε, οι κατ' αυτόν τον τρόπο ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα δεν είναι ντόπιοι με αποτέλεσμα να αδιαφορούν τόσο για την κοινωνική κατακραυγή όσο και για τη ζημιά που επιφέρουν στους ανταγωνιστές τους.
Τέτοια φαινόμενα υπάρχουν πολλά και τρανό παράδειγμα ήταν η εκμετάλλευση της μείωσης του ΦΠΑ στο χώρο της εστίασης το καλοκαίρι του 2013.
Η προβολή των αποτελεσμάτων τέτοιου είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, πέραν της ποινικής και ηθικής διάστασης στην πραγματικότητα άμεσα και έμμεσα συμβάλλουν στην αύξηση της ανεργίας.
Άμεσα διότι οι συνεπείς επιχειρηματίες δεν μπορούν να αντέξουν μακροπρόθεσμα στον ανελέητο αθέμιτο ανταγωνισμό αναστέλλοντας τη δραστηριότητά τους, έμμεσα διότι τα μειωμένα φορολογικά έσοδα, δημοτικά τέλη και εισφορές προς τα ταμεία αυξάνουν την πίεση του κράτους προς τους συνεπείς, μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα, στερώντας ρευστότητα σε μικρές κλειστές αγορές και ελαχιστοποιώντας τις δυνατότητες της πολιτείας για επενδύσεις σε έργα υποδομής τα οποία θα βελτίωναν την οικονομική δραστηριότητα στο σύνολο της χώρας και βεβαίως στις συγκεκριμένες περιοχές.
Οι αδυναμίες της φορολογικής νομοθεσίας, η ανεπιτυχής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η αναποτελεσματικότητα των εισπρακτικών μηχανισμών είναι γνωστές και δυστυχώς αφορούν το σύνολο της χώρας.
Όμως η αδιαφορία και η ανοχή τέτοιου είδους φαινόμενων σε μικρές και κλειστές κοινωνίες και αγορές είναι εγκληματική και καταστροφική.
Σε αυτό το πεδίο πιστεύω ότι οι επαγγελματικοί φορείς θα πρέπει να αναπτύξουν πρωτοβουλίες ώστε να προστατεύσουν τα μέλη τους και κυρίως την ίδια την αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται.
Διότι η μείωση της ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης που είναι το κύριο ζητούμενο τους καιρούς που ζούμε, στα νησιά των Κυκλάδων δεν θα έλθει ούτε από μεγάλες επενδύσεις ούτε από αποκρατικοποιήσεις.
Μπορεί να υπάρξουν και τέτοιες περιπτώσεις αλλά θα είναι ελάχιστες και η συμβολή τους στην απασχόληση θα αφορά μεμονωμένα νησιά.
Γιώργος Α. Βακόνδιος
Πολιτευτής Κυκλάδων Ν.Δ.