Ένα βαρύ χέρι τον γράπωσε από τον ώμο και ένα μαύρο σαν κάρβουνο βλέμμα τον κοίταξε κατάματα. Είχαν ακούσει έντρομοι το χαλασμό από την κατολίσθηση και τώρα αποκλεισμένοι στη στοά, δεν είχαν παρά μόνο ο ένας τον άλλον. Το βαθύ βλέμμα του Αντόνιο καρφωμένο στα μάτια του Βάγγου έτσι όπως σφιχταγκαλιάστηκαν για να σωθούν από το χείλος της αβύσσου, ανασκάλεψε μνήμες. Βρέθηκαν πλάι – πλάι εργάτες στο ίδιο απειλητικό για τη ζωή τους λαγούμι, μα κάτι θύμιζε στον Αντόνιο ο Βάγγος. Μα ναι, τον γνώριζε. Από τότε στην Ελλάδα, στην Πάρο, το 1941… Την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής.
Είσαι ο Βάγγος του είπε. Ναι έκανε ο Έλληνας, κι εσύ ο Αντόνιο. Θύμησες πλημμύρισαν το νου τους ενώ συνέχιζαν να είναι αρπαγμένοι μεταξύ τους μέχρι να τους απελευθερώσουν από τη στοά. Ναι τότε στην Πάρο, επανέλαβε ο Βάγγος όταν δεκάχρονο παιδί έζησα τον τρόμο και τη δυστυχία εξαιτίας σας, όταν μας επιτάξατε την κατοικιά κι όλη μου η φαμίλια, δέκα άτομα αναγκάστηκαν να στριμώχνονται σε ένα δωμάτιο ή στον αχυρώνα.
Σύντομα τους απελευθέρωσαν και την επομένη οι δύο παλιοί γνώριμοι, Ιταλός και Έλληνας, συναντήθηκαν έξω από τη γαλαρία. Φίλε μου, δικαιολογήθηκε ο Ιταλός. Δεν φταίγαμε εμείς, αλλά ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Κι όμως, αντέταξε ο Έλληνας. Τότε στο γάμο οι δικοί σου στρατιώτες ήταν που μας έκλεισαν μέσα στο σπίτι και χαστούκισαν το γαμπρό επειδή εσύ είχες μεθύσει και αντί να πας στο φυλάκιο του Τηλέγραφου είχες πέσει αναίσθητος μέσα στα θυμάρια. Οι δικοί σου νόμιζαν ότι σε είχαμε σκοτώσει και μας έκαναν αντίποινα. Κι εμείς παιδιά ήμασταν, πόλεμος ήταν, τι να κάναμε απολογήθηκε ο Αντόνιο. Κι εμάς μας βάραιναν κακουχίες και δυσκολίες.
Καθημερινά δρόμος από το φυλάκιο του Τηλέγραφου στο Φιλίζι ως το φυλάκιο του Χοχλακά. Μακριά από την πατρίδα μας, σε ένα νησί στη μέση του Αιγαίου, να εκτελούμε διαταγές μιας παράλογης θηριωδίας…
Τηλέγραφος Χοχλακάς
Ο Κώστας που άκουσε τη συζήτηση παρενέβη οργισμένος. Τι είναι αυτά που λες, του απευθύνθηκε. Η σκλαβιά που μας επιβάλατε, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις, η πείνα μας ενώ εσείς πλιατσικολογούσατε, οι στερήσεις, η βαριά καταχνιά της ανελευθερίας, ο τρόμος, ακόμα βαραίνουν τις ψυχές μας. Εκμεταλλευθήκατε την ανάγκη μας να επιβιώσουμε, ξεμυαλίσατε με τη δήθεν γοητεία σας τα κορίτσια μας, κάνατε παιδιά μαζί τους και μετά γίνατε καπνός! Μαύρο σκοτάδι και φοβέρα κάτω από τη μπότα σας ζήσαμε εκείνα τα χρόνια στην Πάρο, ζωσμένοι από το θάνατο σε κάθε μας βήμα. Κι εσείς, οι κατακτητές, με τις μουσικές και τα γλέντια σας, τα μεθύσια σας και τις ερωτοτροπίες σας, περιπαίζατε τον πόνο μας….
Τηλέγραφος Φιλίζι
Πάρος 1970. Ο Βάγγος και ο Κώστας σε παραλιακό καφενείο της Παροικίας ατένιζαν τον κόλπο και η συζήτηση ξεστράτισε στην απρόσμενη συνάντηση με τον Αντόνιο στο Βέλγιο δεκαπέντε χρόνια πριν. Καλά του τα είχαμε πει τότε. Και λίγα είπαμε, συμφώνησε ο Βάγγος όταν στο νου του Κώστα ζωντάνεψαν μνήμες από το 1943. Τότε, ενώ ψάρευε αντίκρισε ένα γερμανικό αεροπλάνο να χάνει ύψος και να πέφτει στη θάλασσα. Έτρεξα τότε, αφηγήθηκε στο Βάγγο, έσωσα τον έναν, μάλλον ο πιλότος ήταν, και έπειτα από λίγες μέρες η θάλασσα ξέβρασε άλλα δύο πτώματα. Την ίδια εποχή συνέχισε, δύο σκαριά, ένα σιδερένιο και ένα ξύλινο μπήκαν στον κόλπο της Παροικιάς προς τη Δευτέρα Παρουσία. Εκεί βομβαρδίστηκαν από εγγλέζικα αεροπλάνα. Το σιδερένιο πλεούμενο είναι βυθισμένο εκεί ακόμα.
Έτρεξαν οι Παροικιώτες συνέχισε, και από το ξύλινο ξήλωσαν τα ξύλα. Το ίδιο πλιάτσικο είχε γίνει και με το αεροπλάνο που είχε πέσει. Και με αυτό, το γερμανικό, και με εκείνο που έπεσε στη Σάντα Μαρία. Ξήλωσαν οι κάτοικοι τα αλουμινένια μέρη του και με αυτά οι χαρανάδες έφτιαξαν οικιακά σκεύη.
Στην παρέα του Βάγγου και του Κώστα ήρθε κι ο Φώτης που μπήκε στη συζήτηση. Το δυστυχέστερο όλων ήταν η πείνα αγαπητοί μου, είπε. Θυμάμαι μεγάλους και παιδιά με πρησμένα πόδια και τουμπανιασμένες κοιλιές στο χωριό μου, ανατριχιάζω σύγκορμος όταν σκέπτομαι τους βομβαρδισμούς που έστειλαν στον άλλο κόσμο αθώους ανθρώπους αναπάντεχα, θυμάμαι τη δασκάλα και τα παιδιά που σκοτώθηκαν στο σχολείο από την τορπίλη. Πολλοί επίσης παριανοί άφησαν τα κόκαλά τους στην Αλβανία. Οσμή θανάτου, πνιγηρός φόβος και σκληρή δυστυχία παντού.
Οι Ιταλοί γύριζαν στις εξοχές για πλιάτσικο τροφής και όταν οι ξωχάρηδες δυστροπούσαν, εκείνοι σήκωναν το όπλο και σκότωναν τα ζωντανά τους. Αυτοί όμως που ήταν τελείως άκαρδοι ήταν οι Γερμανοί. Οπλισμένοι, ανελέητοι, τριγύριζαν στις κατοικιές της υπαίθρου ψάχνοντας σαν λυσσάρικα σκυλιά για κρυμμένο από τους αγρότες καρπό ή σφάγια. Οι ξωχάρηδες για να μην καταδικάσουν τις οικογένειές τους στη μαύρη πείνα, έκρυβαν τα σιτηρά μέσα σε διπλούς τοίχους, ή έκαναν λάκκους μέσα στον αχυρώνα για να φυλάξουν τον καρπό.
Η λόρδα οδηγούσε τα βήματα των χωρικών στις εξοχές. Εκεί, για λίγο καρπό, περιουσίες άλλαζαν χέρια. Σπίτια και κτήματα, ανταλλάσσονταν για δύο τρία πινάκια καρπό. Υπέφερε ο κόσμος στα χωριά. Ψαράδες και χωρικοί, σε απόγνωση από τη ακραία φτώχεια και τον αδυσώπητο λιμό. Οι αγρότες βρέθηκαν εκείνη την περίοδο σε καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους. Εξ ου πενόμενα ρακένδυτα παιδάκια και μεγάλοι πολλές φορές, γύριζαν στις εξοχές να βρουν κάτι να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Οι ξωχάρισσες, τους φίλευαν λίγο ψωμί, κανένα αβγό, μυζήθρα ή τσίρο κι αν κανείς τύχαινε μεσημέρι να βρεθεί σε αγροτόσπιτο, έτρωγε μαζί με την οικογένεια ή έπαιρνε μαζί του κάτι φαγώσιμο να το πάει στην υπόλοιπη οικογένεια στο χωριό. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Άνθρωποι ξεχύνονταν στην ύπαιθρο της Πάρου να μαζέψουν λίγα χόρτα τα οποία φαγώνονταν ανάλαδα. Την εποχή του θέρους μάζευαν τις κορφοκεφαλές των σιτηρών που πέφτανε στα χωράφια, το Σεπτέμβρη του καμπανούς μετά τον τρύγο ή κατεύναζαν την πείνα τους με σύκα από τις συκιές στα αμπέλια. Έτσι πολλοί γλύτωσαν από βέβαιο θάνατο.
Τι χρόνια κι αυτά, συμφώνησε η παρέα. Μόνο εμείς που τα ζήσαμε, νιώσαμε στο πετσί μας τι σήμαινε πόλεμος και Κατοχή για το νησί μας…