Χιονόλευκο, καθαρό, λεπτόκοκκο, λαμπερό, με μικρό μέγεθος κρυστάλλων και μοναδική διαύγεια - διαφάνεια καθώς το φως το διαπερνά στα 35 χιλιοστά, το πολύτιμο μάρμαρο για γλυπτικά ή αρχιτεκτονικά έργα, εξορυσσόταν από τα αρχαία λατομεία στο Μαράθι, μια περιοχή 5 χλμ. βορειοανατολικά της Παροικία και ειδικότερα από τις σπηλιές των Νυμφών ή του Πανός.
Από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους, οι άνθρωποι είχαν ανακαλύψει τις εξαιρετικές ιδιότητές του καθώς η πρώτη χρήση του χρονολογείται από την 4η χιλιετία π.Χ. Δύο κορυφαίας καλλιτεχνικής αξίας αγαλματίδια του Κυκλαδικού πολιτισμού, ο αρπιστής και ο αυλητής της Κέρου, φιλοτεχνήθηκαν από το εξαιρετικής ποιότητας παριανό μάρμαρο.
Συστηματικά, άρχισε να εξορύσσεται από τον 7ο π.Χ. αιώνα και μέχρι την ελληνιστική περίοδο 3ος αιώνας μ.Χ. χάρισε στον τότε γνωστό κόσμο της κυρίως Ελλάδας, της Κάτω Ιταλίας, της Β. Αφρικής μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και την Ισπανία, μοναδικά έργα τέχνης που κόσμησαν ις αρχαίες πόλεις περίλαμπρα, συμβάλλοντας στην αίγλη και την φήμη τους. Παγκόσμια καλλιτεχνικά αριστουργήματα από τα σπλάχνα της γης της Πάρου
Μνημεία και γλυπτά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως ο ηνίοχος της Mozia στη Σικελία, η Νίκη του Παιωνίου, ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη του Πραξιτέλη, η Άρτεμις Βραυρωνία στην Ακρόπολη, η Μαινάδα του Σκόπα στη Σικυώνα, η Δήμητρα του Λεωχάρη στην Κνίδο, τα ελληνιστικά έργα της Νίκης της Σαμοθράκης και της Αφροδίτης της Μήλου αλλά και το περίφημο ρωμαϊκό άγαλμα ο Αύγουστος της Prima Porta, έχουν λαξευτεί από παριανό μάρμαρο.
Στην αρχιτεκτονική επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί για την οικοδόμηση του θησαυρού των Σιφναίων στους Δελφούς, τους ναούς του Απόλλωνα στους Δελφούς και στη Δήλο, το ναό του Δία στην Ολυμπία, το θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς και για ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Επίσης, ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το Θησείο, η αρχαία αγορά της Αθήνας, ο ναός του Σολομώντα, η μονή Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, αρκετά θέατρα και στάδια, αλλά και παλάτια της Βενετίας χτίστηκαν με πρώτη ύλη το πάριο μάρμαρο. Ο πλούτος και η πολιτιστική ακτινοβολία της Πάρου χάρη στην παρία λίθο
Το γεγονός ότι η Πάρος υπήρξε κατά την αρχαιότητα μια ισχυρή, πλούσια και φημισμένη πόλη – κράτος με πληθυσμό 40.000 κατοίκων και ακμάζουσα ζωή, οφειλόταν στο ανεκτίμητης αξίας, περιζήτητο μάρμαρο που έβγαινε από τη γη της.
Μεγάλη ήταν η οικονομική της άνθηση και η δόξα της κατά τους κλασικούς ιδίως χρόνους, καθώς γινόταν εξαγωγή του παριανού μαρμάρου όχι μόνο ως πρώτης ύλης αλλά και σε μορφή έργων τέχνης όπως αγάλματα, κίονες, στήλες, ταφικά μνημεία και σαρκοφάγοι.
Στο νησί από τον 6ο π.Χ. ήδη αιώνα, λειτουργούσαν χάρη στην άφθονη παρία λίθο, πάμπολλα εργαστήρια γλυπτικής που παρήγαγαν πρωτοπόρες για την εποχή τους γλυπτικές δημιουργίες, καθιστώντας το νησί ένα σπουδαιότατο καλλιτεχνικό κέντρο του αρχαίου κόσμου.
Η Πάρος, γέννησε εξαιρετικούς γλύπτες όπως ο Σκόπας, ο Αγοράκριτος, ο Αριστίων, ο Αρκεσίλαος, ο Θρασυμήδης και πολλούς άλλους λιγότερο διάσημους, οι οποίοι οικοδόμησαν μια σπουδαία παράδοση γλυπτικής που δημιούργησε σχολή στον αρχαίο κόσμο. Στο ίδιο το νησί δημιουργήθηκαν αριστουργήματα όπως η μαρμάρινη Γοργώ (6ος αιώνας π.Χ.) που επιχειρεί να αποδώσει τρισδιάστατη κίνηση έναν αιώνα πριν από τη Νίκη της Πάρου όπου η κίνηση φιλοτεχνείται πια εμφανώς στο άγαλμα.
Στα αρχαία λατομεία και στο μάρμαρο οφείλει εξάλλου η Πάρος την ονομασία της ως η «λαμπροτάτη των Παρίων πόλις», μια πόλη δηλαδή στολισμένη με έργα από μάρμαρο που ακτινοβολούσε πολιτιστικά και ήταν διάσημη για την ομορφιά της κατά τους αρχαίους χρόνους.
Από την ακμή μέχρι τους νεότερους χρόνους
Μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο διήρκεσε η μεγάλη οικονομική και καλλιτεχνική ακμή της Πάρου συνεπεία των κοιτασμάτων μαρμάρου της γης της. Ακολουθεί η φθίνουσα πορεία της με την έλευση του Χριστιανισμού και τις ανεικονικές παραστάσεις που η νέα θρησκεία προέκρινε.
Περιορισμένη ήταν επίσης και η αρχιτεκτονική χρήση του μαρμάρου στις εκκλησίες που ορθώθηκαν στην θέση των αρχαίων ιερών οπότε και μειώθηκε η ζήτησή του για γλυπτικά και αρχιτεκτονικά έργα δημιουργημένα από το μοναδικών ιδιοτήτων, ιδιαίτερο παριανό μάρμαρο.
Ωστόσο, η φήμη του λυχνίτη επιβίωσε όπως μαρτυρούν οι εκκλησίες της Ιουστινιάνειας περιόδου αρκετές από τις οποίες οικοδομήθηκαν με μάρμαρο Πάρου περιλαμβανομένων και εκκλησιών του νησιού αλλά και της ίδιας της Εκατονταπυλιανής.
Ωστόσο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, μια νέα άνθηση γνώρισαν οι εξαγωγές παρίας λίθου τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στη δυτική Ευρώπη. Αργότερα, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, αρκετοί επιφανείς ξένοι περιηγητές επισκέφθηκαν το νησί αναζητώντας τα ίχνη της ένδοξης παριανής ιστορίας μέσα από τον πολιτισμό που γέννησε το έξοχο μάρμαρο από τα αρχαία λατομεία του νησιού.
Μετά την απελευθέρωση και την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους (1830), εταιρείες από το εξωτερικό ανέλαβαν την εκμετάλλευση των λατομείων. Αρχικά από το 1844 έως το 1877 η Γαλλική Εταιρεία Μαρμάρου και στη συνέχεια από το 1878 η Βελγική Εταιρεία Μαρμάρου, η οποία κατασκεύασε σιδηροδρομική γραμμή για τη μεταφορά του υλικού στο λιμάνι του νησιού. Κατόπιν, από το 1881, η Ελληνική Εταιρεία Μαρμάρου ανέλαβε την εκμετάλλευσή τους.
Στο Μαράθι, από τα έγκατα της γης του οποίου προσφέρθηκαν στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά αιώνια μνημεία, ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας και αίγλης, υπάρχει ο χώρος των αρχαίων λατομείων που αποτελεί σήμερα μνημείο βιομηχανικής αρχαιολογίας. Σήμερα, η εξορυκτική δραστηριότητα συνεχίζεται σε άλλες περιοχές του νησιού σε περιορισμένη ποσότητα.