Οι λόγοι λίγο-πολύ είναι γνωστοί και οφείλονται σε χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα, στρεβλώσεις στην οικονομία, πελατειακό κράτος, έλλειψη διαφάνειας και ένας δημόσιος τομέας που συχνά λειτουργούσε με κριτήρια κομματικά και όχι κοινωνικά.
Το σοκ εκείνης της περιόδου ήταν βαθύ, με τεράστιες κοινωνικές θυσίες.
Παρά τις δυσκολίες, δεν ήταν λίγοι όσοι πίστεψαν πως η πίεση των μνημονίων θα λειτουργούσε ως αφορμή για ριζικές μεταρρυθμίσεις και για μια βαθύτερη αλλαγή νοοτροπίας.
Η προσδοκία ήταν ότι, μέσα από τον πόνο και την αναγκαστική προσαρμογή, η χώρα θα άφηνε πίσω της τα παλιά βαρίδια.
Πράγματι, τα πρώτα χρόνια έγιναν βήματα προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, της ψηφιοποίησης υπηρεσιών, της διαφάνειας σε κάποιες διαδικασίες.
Η ελπίδα ήταν ότι θα μπαίναμε επιτέλους σε μια νέα τροχιά, όπου η αξιοκρατία, η αποτελεσματικότητα και η υπευθυνότητα θα έπαιρναν τη θέση των πελατειακών σχέσεων και του «κράτους-λάφυρο».
Δυστυχώς, η συνέχεια δεν δικαίωσε τις προσδοκίες.
Από το 2013 και μετά, σταδιακά παρατηρήθηκε μια «επιστροφή στο παλιό».
Οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν ξανά το κράτος ως εργαλείο εξυπηρέτησης κομματικών και πελατειακών συμφερόντων.
Το πρόσφατο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι παρά μια ακόμη υπενθύμιση ότι η διαφθορά, η αδιαφάνεια και η αναξιοκρατία παραμένουν ισχυρά παρόντα.
Η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να ταλαιπωρεί πολίτες και επιχειρήσεις, με γραφειοκρατία, καθυστερήσεις και προχειρότητα.
Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία ήταν να μετατραπεί η κρίση σε αφετηρία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου.
Αντί για αυτό, η χώρα βγήκε από τα μνημόνια με μια οικονομία πιο συγκρατημένη, αλλά με ένα κράτος που συνεχίζει να αναπαράγει παθογένειες.
Η πολιτική τάξη δείχνει να θεωρεί πως το πρόβλημα λύθηκε επειδή βελτιώθηκαν οι δείκτες χρέους και ελλείμματος.
Όμως η ουσία είναι αλλού δηλαδή στο αν ο πολίτης εμπιστεύεται το κράτος, αν αισθάνεται ότι οι θεσμοί λειτουργούν δίκαια, αν η καθημερινότητά του βελτιώνεται.
Εκεί η εικόνα παραμένει άκρως απογοητευτική.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια νέα εθνική στρατηγική που δεν θα στηρίζεται σε επιβεβλημένους εξωτερικούς όρους, αλλά σε εσωτερική πολιτική βούληση.
Μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, διασφάλιση της διαφάνειας, ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας, επένδυση στην παιδεία και στην καινοτομία, είναι οι προϋποθέσεις για πραγματική πρόοδο.
Χωρίς αυτά, θα συνεχίζουμε να γυρνάμε γύρω από τον ίδιο φαύλο κύκλο με συνεχιζόμενη κρίση, επιβολή συνεχώς νέων μέτρων, πρόσκαιρη βελτίωση και μετά ξανά στα ίδια.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, η χώρα μας δεν μπορεί να αρκεστεί στο ότι «δεν χρεοκόπησε».
Οφείλει να κάνει το επόμενο βήμα και να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή δημοκρατία που λειτουργεί για τον πολίτη και όχι για τα κόμματα.
Και αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που παραμένει ανοιχτό.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ