Πού οφείλεται η κρίση πανικού;
Σε μεγάλο βαθμό, η κρίση πανικού δεν είναι τίποτα άλλο από τη σωματική έκφραση έντονων ψυχολογικών και συναισθηματικών προβλημάτων. Τα άτομα που τελικά φτάνουν σε μια κρίση πανικού είναι εκείνα που έχουν μάθει να επικεντρώνονται μόνο στις αρνητικές συνιστώσες των καταστάσεων. Πρόκειται για άτομα που έχουν την τάση να παρερμηνεύουν τα σωματικά τους ενοχλήματα (που μπορεί όντως να είναι υπαρκτά) και να τα εκλαμβάνουν ως απειλητικά για την υγεία. Αυτός ο τρόπος σκέψης και ερμηνείας γεννά δυσάρεστα συναισθήματα (άγχος, φόβο), τα οποία με τη σειρά τους εντείνουν τα σωματικά συμπτώματα, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.
Δε λείπουν, μάλιστα, οι περιπτώσεις όπου το άτομο ψάχνει διαρκώς να εντοπίσει απειλητικές ενδείξεις και τελικά λειτουργεί το ίδιο ως αφορμή για την έλευση μιας νέας κρίσης.
Αν και τα πρώτα επεισόδια πανικού μπορεί να εμφανιστούν όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από πίεση (π.χ. εργασιακός φόρτος, τραυματικό γεγονός), οι κρίσεις πανικού συνήθως εκδηλώνονται όταν βρεθεί σε κατάσταση ηρεμίας και θεωρεί ότι έχει διαχειριστεί αποτελεσματικά τα ζητήματα που το απασχολούσαν. Οι σωματικές ενοχλήσεις λειτουργούν ως μέσο αφύπνισης, για να του υπενθυμίσουν πως τα θέματα είναι ακόμα παρόντα και απαιτούν την αντίδρασή του.
Επιπλέον, χημικές ουσίες (π.χ. καφεΐνη) έχουν κατά καιρούς κατηγορηθεί για την εμφάνιση κρίσεων πανικού, καθώς είναι υπεύθυνες για μια σειρά σωματικών συμπτωμάτων (π.χ. ταχυκαρδία), τα οποία παρερμηνεύονται.
Πότε εμφανίζεται και πόσο διαρκεί μια κρίση πανικού;
Η κρίση πανικού συνήθως εμφανίζεται ξαφνικά, χωρίς εμφανή δικαιολογία. Μπορεί να εκδηλωθεί οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, ακόμα και στον ύπνο, όπου το άτομο ξυπνά σε κατάσταση τρόμου.
Αν και τα συμπτώματα διαρκούν μόλις μερικά λεπτά, είναι τόσο έντονα, που το άτομο έχει την αίσθηση πως είναι συνεχώς παρόντα για πολλή περισσότερη ώρα. Έχει υπολογιστεί πως, κατά μέσο όρο, η ένταση των συμπτωμάτων κορυφώνεται μέσα στα πρώτα 10 λεπτά από την έναρξη της κρίσης και στη συνέχεια, ο φόβος και το άγχος αρχίζουν να έχουν φθίνουσα πορεία. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις, η κρίση πανικού μπορεί να φτάσει μέχρι και τη 1 ώρα.
Με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται η κρίση;
Τα συμπτώματα μιας κρίσης πανικού άλλοτε εμφανίζονται αιφνιδιαστικά, χωρίς αιτία και προειδοποίηση, όταν το άτομο ασχολείται με κάποια συνηθισμένη δραστηριότητα (π.χ. οδήγηση) και άλλοτε μέσα στα πλαίσια ενός χώρου ή μιας κατάστασης (οπότε και συνδυάζεται με αγοραφοβία).
Οι ενοχλήσεις χωρίζονται σε 2 κατηγορίες:
ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ:
α) αίσθημα καρδιακών παλμών, ταχυκαρδία
β) εφίδρωση
γ) τρέμουλο, μούδιασμα των άκρων
δ) πόνος στο θώρακα
ε) αίσθημα ζάλης και λιποθυμίας
στ) ναυτία
ζ) αίσθημα ασφυξίας ή/και πνιγμού, δύσπνοια
η) θερμά ή ψυχρά ρίγη
θ) μυϊκή ένταση, κράμπες
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ:
α) φόβος επερχόμενου θανάτου
β) φόβος απώλειας ελέγχου
γ) φόβος ότι το άτομο οδηγείται στην παράνοια
δ) φόβος για την υγεία
Πότε η κρίση πανικού θεωρείται διαταραχή;
Κάθε άνθρωπος έχει βιώσει έστω και μία φορά στη ζωή του ένα επεισόδιο κρίσης πανικού, έστω και μικρής έντασης, που δεν επηρέασε, όμως, τη λειτουργικότητά του, ούτε προσέβαλε την καθημερινότητά του. Όταν, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μόνο μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά με επαναλαμβανόμενα, τότε μιλάμε για διαταραχή πανικού.
Η διαταραχή πανικού είναι η πάθηση εκείνη κατά την οποία εκδηλώνονται περιοδικές και ξαφνικές κρίσεις πανικού, για τουλάχιστον 1 μήνα, ανάμεσα στις οποίες εκδηλώνεται έντονη ανησυχία για το ενδεχόμενο επανεμφάνισης μιας νέας κρίσης και για τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει στην καθημερινότητα του ατόμου. Η διαταραχή εμφανίζεται στο 2% των ενηλίκων, έχει έναρξη μετά την εφηβεία, με περιόδους ύφεσης και επιδείνωσης και πλήττει συχνότερα τις γυναίκες.
Το άτομο σπεύδει στα εφημερεύοντα νοσοκομεία ή επισκέπτεται πολλούς και διαφορετικούς γιατρούς, προκειμένου να εντοπίσει τι του συμβαίνει. Δυστυχώς, όμως, ούτε οι αρνητικές διαγνώσεις ούτε τα καθησυχαστικά λόγια των γιατρών δε φαίνεται να βοηθούν και το άτομο συνεχίζει να πιστεύει πως οι σωματικές ενοχλήσεις υποδηλώνουν την ύπαρξη κάποιας μη διαγνωσμένης ασθένειας. Έτσι, εξακολουθεί να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολλαπλές εξετάσεις. Αρχίζει να τροποποιεί τη συμπεριφορά του και να αποφεύγει χώρους και καταστάσεις, όπου θα μπορούσε να επαναληφθεί μια κρίση ή όπου δε θα υπάρξει δυνατότητα για άμεση ιατρική βοήθεια.
Πώς αντιμετωπίζεται η διαταραχή πανικού;
Αν και οι κρίσεις πανικού δεν είναι επικίνδυνες για την υγεία, η συνεχής ένταση δρα επιβαρυντικά για τον οργανισμό. Ο επαναληπτικός τους χαρακτήρας, ο φόβος του μεσοδιαστήματος και οι συμπεριφορές αποφυγής που υιοθετεί το άτομο έχουν φοβερό αντίκτυπο στην καθημερινότητά του, καθώς φαίνεται πως είναι εκείνες που ορίζουν τελικά τη ζωή του (π.χ. προσωπικές σχέσεις, εργασία, ακαδημαϊκή εξέλιξη).
Σε πρώτη φάση, απαιτείται η επίσκεψη σε κάποιον παθολόγο, ο οποίος θα υποδείξει τις αναγκαίες εξετάσεις, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οργανικής προέλευσης των σωματικών συμπτωμάτων (π.χ. θυρεοειδής).
Αν δε διαπιστωθεί κάποιο παθολογικό αίτιο, η θεραπεία της διαταραχής πανικού περιλαμβάνει χορήγηση φαρμάκων ή/και ψυχοθεραπεία, καθώς έχει βρεθεί πως ο συνδυασμός τους προσφέρει γρήγορη και αποτελεσματική ανακούφιση από τα συμπτώματα.
Η φαρμακοθεραπεία συμβάλλει στην άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα, αλλά από μόνη της δεν αποτελεί αντιμετώπιση του προβλήματος. Αντιθέτως, κάποιες φορές, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην εξάλειψη του πραγματικού προβλήματος, καθώς το άτομο, έχοντας ανακουφιστεί από τα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα, δεν ενδιαφέρεται πλέον για τη διερεύνηση των βαθύτερων προβλημάτων που οδήγησαν στην έλευση της κρίσης.
Σκόπιμο είναι, παράλληλα με την όποια φαρμακευτική αγωγή, ο πανικός να αντιμετωπιστεί και με κάποια ψυχοθεραπευτική μέθοδο, η οποία θα βοηθήσει το άτομο να ελέγξει τις κρίσεις και στη συνέχεια, να απαλλαγεί από αυτές. Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η εκμάθηση των δεξιοτήτων εκείνων που θα βοηθήσουν το άτομο όχι μόνο στην αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης, αλλά και στο χειρισμό οποιασδήποτε υποτροπής που μπορεί να εκδηλωθεί αργότερα, χωρίς να είναι απαραίτητη πλέον η παρέμβαση του ειδικού.
Ο ψυχολόγος διδάσκει το άτομο τρόπους ελέγχου του άγχους, μέσω τεχνικών χαλάρωσης και αναπνοής, που συμβάλλουν στην αποφυγή του υπεραερισμού (=σε καταστάσεις άγχους, ο άνθρωπος παίρνει βαθιές και γρήγορες ανάσες, με αποτέλεσμα να αποβάλλει μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα και να νιώθει ζάλη και τάση για λιποθυμία). Επιπλέον, κατά την ψυχοθεραπεία, δίνεται έμφαση στην αναγνώριση και τροποποίηση των λανθασμένων σκέψεων, που οδηγούν στην εσφαλμένη ερμηνεία των σωματικών συμπτωμάτων. Όταν το άτομο μάθει να διαχειριστεί ορθά πλέον τις σκέψεις που προηγούνται της κρίσης, με τη βοήθεια του ειδικού, αρχίζει να εκτίθεται σε χώρους και καταστάσεις που έως τότε απέφευγε, ώστε να αρχίσει να εξοικειώνεται.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}