Η πρώτη φυσιολογική εκδήλωση σχολικής άρνησης αναμένεται με την είσοδο στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο και κορυφώνεται στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, καθώς το παιδί καλείται για πρώτη φορά να αποχωριστεί το ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον και να προσαρμοστεί σε νέες καταστάσεις. Σταδιακά, όμως, ο φόβος απέναντι στο άγνωστο υποχωρεί και η άρνηση ατονεί.
Παράγοντες συναισθηματικοί, κοινωνικοί και οικογενειακοί ενδέχεται, βέβαια, να δώσουν μεγαλύτερη διάσταση στη σχολική άρνηση και να τη μετατρέψουν σε μια πιο σύνθετη οντότητα, τη σχολική φοβία. Η σχολική φοβία στην πραγματικότητα δεν αφορά στο φόβο για το ίδιο το σχολείο, αλλά στο φόβο απομάκρυνσης από το σπίτι ή το πρόσωπο που φροντίζει το παιδί. Ένας φόβος παράλογος, ανεξήγητος και επίμονος, με σοβαρά συμπτώματα, των οποίων η ένταση δε δικαιολογείται από το μέγεθος του αγχογόνου ερεθίσματος. Η άρνηση, λοιπόν, προχωράει πέρα από την απλή απροθυμία για μάθημα και συνοδεύεται από έντονες διαμαρτυρίες.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται κυρίως τις πρωινές ώρες και επιδεινώνονται τη στιγμή της αναχώρησης ή της άφιξης στο σχολείο. Το άγχος ωθεί το παιδί να επινοεί λογικοφανείς δικαιολογίες, για να μας ανησυχήσει και να μας πείσει να παραμείνει στο σπίτι. Επιστρατεύονται αόριστα σωματικά συμπτώματα (π.χ. ταχυκαρδία, πονοκέφαλος, στομαχόπονος, γαστρεντερικές διαταραχές) και εκδηλώνονται στοιχεία αντικοινωνικής συμπεριφοράς (π.χ. εκρήξεις θυμού, άρνηση λήψης του πρωινού, υπερκινητικότητα), τα οποία, ως δια μαγείας, απουσιάζουν ή ελαττώνονται με την έγκριση παραμονής στο σπίτι ή τις μέρες χωρίς σχολείο (π.χ. αργίες, διακοπές, Σαββατοκύριακα).
Ποια παιδιά, όμως, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν σχολική φοβία; Σύμφωνα με έρευνες, πρόκειται συνήθως για παιδιά συνεσταλμένα, δειλά και ανασφαλή, που διατηρούν μια σχέση εξάρτησης με τους γονείς και αντιμετωπίζουν την παραμονή στο σχολικό περιβάλλον ως απειλή για τη σχέση αυτή. Παιδιά από οικογένειες υπερπροστατευτικές, που δεν ενθαρρύνουν την αυτονομία και την ανάληψη πρωτοβουλίας και δεν τα έχουν μάθει πώς να χειρίζονται τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα να θεωρούν τον εαυτό τους ανίκανο να ανταποκριθεί σε καταστάσεις εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Έτσι, το άγχος αποχωρισμού, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει ατονήσει μετά την ηλικία των 18 μηνών, μονιμοποιείται και μεγεθύνεται.
Σημαντικά και τραυματικά γεγονότα ζωής συχνά προηγούνται της σχολικής φοβίας. Μια αρρώστια ή ένας θάνατος στην οικογένεια, συζυγικά ή οικονομικά προβλήματα, μπορεί να ωθήσουν ένα παιδί να παραμείνει στο σπίτι, από φόβο μήπως συμβεί κάτι κατά την απουσία του. Ο ερχομός ενός νέου μέλους, που παραμένει με τη μητέρα, όσο το παιδί είναι στο σχολείο, γεννά συναισθήματα ζήλιας και βιώνεται ως απειλή. Η μακρά απουσία από τα σχολικά καθήκοντα λόγω ασθένειας ή νοσηλείας μπορεί να προσφέρει δευτερογενή οφέλη, ιδίως όταν συνοδεύεται από απόλαυση της προσοχής των γονέων και ευχάριστη αξιοποίηση του χρόνου (π.χ. τηλεόραση, παιχνίδια).
Η συγκατάθεση, όμως, για παραμονή στο σπίτι ενέχει πλήθος κινδύνων. Το παιδί απουσιάζει συστηματικά και μάλιστα με την έγκρισή μας, γεγονός που διαφοροποιεί τη σχολική φοβία από την «κοπάνα». Η παραμονή στο σπίτι ενισχύει τη φοβία και οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο. Τα εκπαιδευτικά κενά πληθαίνουν, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις φθίνουν, η προσαρμογή στο σχολικό περιβάλλον δυσκολεύει και οι σχέσεις με τους συνομηλίκους επιβαρύνονται, οδηγώντας μακροπρόθεσμα σε άγχος και προβλήματα στις κοινωνικές συναναστροφές.
Επομένως, κρίνεται απαραίτητη η επιμονή για άμεση επιστροφή του παιδιού στο σχολείο, πριν παγιωθεί η άρνηση. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα, να διερευνήσουμε και να κατανοήσουμε τα αίτια, αφού πρώτα αποκλείσουμε την πιθανότητα κάποιου υπαρκτού οργανικού προβλήματος και ελέγξουμε εάν υπάρχει κάτι στο σχολικό περιβάλλον που θα μπορούσε να ευθύνεται για την άρνηση αυτή.
Το θέμα της σχολικής φοβίας δε χρειάζεται να μονοπωλεί τις συζητήσεις μας με το παιδί, ενώ είναι σημαντικό να μην ανταποκρινόμαστε στα διαρκή παράπονα για το σχολείο ή τις σωματικές ενοχλήσεις, όταν αντιλαμβανόμαστε πως αποτελούν απλώς δικαιολογίες. Αντιθέτως, μέσα από την επικοινωνία, θα πρέπει να ενθαρρύνουμε την αυτονομία και την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων. Είναι βοηθητικό να επαινούμε το παιδί μετά από κάθε επιτυχημένη παραμονή στο σχολείο και να το διαβεβαιώνουμε πως θα είμαστε εκεί όταν επιστρέψει. Ακόμα και όταν χρειαστεί πράγματι να παραμείνει στο σπίτι, θα πρέπει χειριστούμε διακριτικά δραστηριότητες που θα μπορούσαν να «καλομάθουν» το παιδί (π.χ. τηλεόραση, βόλτα στο πάρκο).
Ιδιαίτερα για τα παιδιά που ήδη έχουν απουσιάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, η επιστροφή στο σχολείο χρειάζεται να πραγματοποιηθεί σταδιακά και χωρίς πίεση, αρχίζοντας από καταστάσεις που προκαλούν το λιγότερο άγχος (π.χ. παραμονή έξω από το προαύλιο, έπειτα στην αυλή κλπ.), πάντα σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς. Εφόσον η δυσκολία επανεισόδου στο σχολείο παρατείνεται, η παρέμβαση σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο από κάποιον ειδικό, θα μπορούσε επίσης να συμβάλει θετικά.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}