Όταν, λοιπόν, γεννηθεί ένα αδερφάκι ή όταν υπάρχει ένα μικρότερο παιδί που δεν πηγαίνει ακόμα σχολείο και μένει με τη μητέρα στο σπίτι, το μεγαλύτερο παιδί είναι πιθανό να αντιδράσει, όταν έρθει η ώρα να πάει για πρώτη φορά σχολείο, καθώς θεωρεί πως αδικείται και βιώνει το σχολείο ως ένα είδος τιμωρίας και αποκλεισμού. Έτσι, εφευρίσκει τρόπους για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του και να μπορέσει να μείνει κι εκείνο μαζί τους. Σχολική άρνηση, όμως, μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα και στο μέσο της σχολικής χρονιάς, όταν ένα παιδί αρνείται ξαφνικά να πάει σχολείο, αν και αρχικά είχε προσαρμοστεί ομαλά. Συνήθως, η συμπεριφορά αυτή συμπίπτει χρονικά με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια.
Υπεύθυνες για την άρνηση είναι οι σημαντικές αλλαγές στην οικογένεια ζωή κατά τις μεταβατικές αυτές περιόδους. Οι ισορροπίες και οι ρόλοι των μελών αλλάζουν και το παιδί καλείται να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Ορισμένες φορές, όμως, μπορεί να νιώσει ότι κλονίζεται η θέση του και τα μέχρι τότε προνόμιά του. Αρχίζει, λοιπόν, να αναπτύσσει συναισθήματα ζήλιας απέναντι στο αδερφάκι, τα οποία υποκινούνται από την ανάγκη του να αντιμετωπίσει το αίσθημα ανασφάλειας και να εξασφαλίσει την αποδοχή και αγάπη των γονέων.
Η ζήλια φέρνει με τη σειρά της συναισθήματα θλίψης και φόβου, καθώς το παιδί νιώθει ότι απειλείται, όταν αφήνει το αδερφάκι μόνο με τη μαμά. Ανησυχεί μήπως «χάσει» κάτι όσο εκείνο βρίσκεται στο σχολείο (π.χ. το παιχνίδι μαζί της ή μια βόλτα) και φοβάται μήπως το αδερφάκι, δρώντας «ύπουλα», κερδίσει την αποκλειστικότητα στην προσοχή και τη φροντίδα της. Επιλέγει, λοιπόν, να υιοθετήσει μια αρνητική συμπεριφορά, προκειμένου να κεντρίσει το ενδιαφέρον των γονέων και να διεκδικήσει μέρος της προσοχής τους, ακόμα κι αν αυτή έρθει με τη μορφή επίπληξης ή τιμωρίας.
Καταφεύγει σε δικαιολογίες, προκειμένου να πείσει τους γονείς να παραμείνει στο σπίτι. Επικαλείται σωματικά συμπτώματα χωρίς πραγματική οργανική αιτιολογία (π.χ. πονοκέφαλος, στομαχόπονος) ή κατηγορεί πρόσωπα και καταστάσεις στο σχολικό περιβάλλον (π.χ. αυστηρή δασκάλα, διαμάχη με συμμαθητή). Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, παρατηρείται παλινδρόμηση σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης. Αρνείται, δηλαδή, την ανάπτυξή του και μιμείται το μικρότερο αδερφάκι, σε μια προσπάθεια να αποφύγει κάθε συμπεριφορά που θα το απομακρύνει από τα αγαπημένα πρόσωπα.
Για να μπορέσουμε να προλάβουμε ή να αντιμετωπίσουμε την απροθυμία του παιδιού για μετάβαση στο σχολείο, η παρέμβασή μας θα πρέπει να έχει στόχο τα συναισθήματα που πυροδοτούν την αδερφική αντιζηλία, αγνοώντας ταυτόχρονα την αρνητική συμπεριφορά και τις προσπάθειές του να παραμείνει σπίτι. Δεν υποκύπτουμε στις επιθυμίες του και το επιβραβεύουμε μόνο όταν συμπεριφερθεί με τρόπο θετικό και πάει σχολείο. Είναι σημαντικό να του δώσουμε να καταλάβει πως δεν αποδίδει η διεκδίκηση της προσοχής μας με αρνητικό τρόπο.
Το παιδί θα καταφέρει να απομακρυνθεί από το σπίτι μόνο αν αγαπήσει το αδερφάκι του, αισθανθεί ασφάλεια και πάψει να το αντιμετωπίζει ως «εισβολέα». Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να το προετοιμάζουμε ψυχολογικά πριν από κάθε αλλαγή στη ζωή του (π.χ. ερχομός νεογέννητου, έναρξη φοίτησης), φροντίζοντας να μη γίνεται άμεση σύνδεση με το μικρότερο παιδί (π.χ. «με στέλνουν σχολείο εξαιτίας του μωρού»). Αυτό σημαίνει πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε όπως ακριβώς το αντιμετωπίζαμε και πριν, αποφεύγοντας να το μαλώνουμε άσκοπα για θέματα που αφορούν στο μωρό (π.χ. «θα το ξυπνήσεις»), ώστε να μη θεωρήσει το αδερφάκι υπεύθυνο για τη δική του καταπίεση. Παράλληλα, ενθαρρύνουμε την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων και των σκέψεων. Εξηγούμε για ποιους λόγους το μικρό παιδί έχει ανάγκη τη συνεχή φροντίδα μας (π.χ. δε μπορεί να φάει μόνο του), αλλά ταυτόχρονα φροντίζουμε να αφιερώσουμε ουσιαστικό χρόνο και στο μεγαλύτερο παιδί, όταν πλέον το μωρό κοιμηθεί.
Ιδιαίτερα βοηθητική είναι και η ενεργός συμμετοχή του μεγαλύτερου παιδιού στη φροντίδα του μικρού. Αν ζητήσουμε βοήθεια με μη επιτακτικό τρόπο, η πρόθυμη προσφορά του παιδιού θα το κάνει να νιώσει πολύτιμο, καθώς πλέον αναλαμβάνει έναν καινούριο ρόλο στην οικογένεια, αυτόν του «μεγάλου αδερφού». Προσοχή όμως! Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως ο νέος ρόλος δε συνεπάγεται μόνο υποχρεώσεις (π.χ. «τα μεγάλα παιδιά κάνουν δουλειές / πάνε σχολείο»), αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτεί και επιπλέον προνόμια (π.χ. «θα πάμε μόνο εμείς βόλτα, γιατί το μωρό δε μπορεί»).
Για να αποφύγουμε, λοιπόν, τη σχολική άρνηση που πηγάζει από την αδερφική αντιπαλότητα ή για να την αντιμετωπίσουμε όταν έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της, χρειάζεται το μεγαλύτερο παιδί μας να καταλάβει πως έχει την αγάπη μας και δεν πρόκειται ποτέ να τη χάσει, ακόμα κι όταν βρίσκεται στο σχολείο ή σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα εκτός σπιτιού.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}