Η απόφαση αυτή δίνει σαφή απάντηση σε ερωτήματα που έχουν τεθεί στην ΑΑΔΕ αναφορικά με το αν επιβάλλεται ή όχι ο ειδικός φόρος τηλεοπτικών διαφημίσεων στις περιπτώσεις διαφήμισης κρατικών υπηρεσιών, ειδικά όταν υπάρχει διαφημιστική εταιρεία ως μεσάζων.
Σύμφωνα με την απόφαση, η απαλλαγή αυτή εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1326/1983, το οποίο είχε αρχικά επιβάλει ειδικό φόρο στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, με εξαίρεση τις διαφημίσεις των δημοσίων υπηρεσιών.
Παρότι ο συντελεστής αυτού του φόρου είχε μηδενιστεί το 2005, επανήλθε με ποσοστό 20% το 2010 και στη συνέχεια μειώθηκε σε 5% το 2019, βάσει των διατάξεων του ν. 4609/2019. Παρ' όλα αυτά, η εξαίρεση για τις διαφημίσεις κρατικών υπηρεσιών παρέμεινε σε ισχύ, καθώς δεν καταργήθηκε ούτε τροποποιήθηκε από νεότερη νομοθεσία.
Επιπλέον, οι ισχύουσες διατάξεις ορίζουν ότι ο ειδικός φόρος βαρύνει τον διαφημιζόμενο και, στην περίπτωση που υπάρχει διαφημιστής, αυτός είναι υπεύθυνος για την απόδοση του φόρου, καθώς συμβάλλεται με το μέσο ενημέρωσης για λογαριασμό του διαφημιζόμενου. Ωστόσο, όταν πρόκειται για διαφήμιση δημόσιας υπηρεσίας, ο φόρος αυτός δεν επιβάλλεται και δεν πρέπει να αναγράφεται στα τιμολόγια που εκδίδονται από τα τηλεοπτικά μέσα στο όνομα του διαφημιστή.
Εν κατακλείδι, δεδομένου ότι οι διαφημίσεις κρατικών υπηρεσιών μέσω της τηλεόρασης εξαιρούνται από τον ειδικό φόρο επί των τηλεοπτικών διαφημιστικών μηνυμάτων, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει μεσολάβηση διαφημιστή, τα τηλεοπτικά μέσα δεν πρέπει να επιβαρύνουν τα σχετικά τιμολόγια με τον εν λόγω φόρο.