από τη σιδερένια στρατιωτική γέφυρα. Οταν ο πατέρας μου φώναξε να κοιτάξουμε γρήγορα στο βάθος, κόλλησα πάνω στο παράθυρο για να δω ανάμεσα στα σιδερένια κιγκλιδώματα το πανέμορφο γεφύρι με την τεράστια καμάρα. Αφού κάναμε στάση, πλησιάζοντας, το γεφύρι φάνταζε τεράστιο, μα δεν ήταν που εγώ ήμουν μικρός, η εντύπωση παρέμεινε ίδια και στην ενήλικη ζωή μου: ένα επιβλητικό μονότοξο γεφύρι με τεράστιο άνοιγμα στην καμάρα του, που ένωνε δύο όχθες του Αράχθου στα όρια των νομών Αρτης και Ιωαννίνων. Πήρε τότε, ασυναίσθητα, μα τόσο συναισθηματικά, ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, παρ' ότι ένα άλλο πολύ ξακουστό γεφύρι του ίδιου ποταμού, είναι το διαχρονικό σύμβολο της πόλης μου, της Αρτας.
Με τον καιρό, έμαθα ότι το γεφύρι αυτό δεν ένωνε απλώς δύο όχθες, αλλά αποτέλεσε σύνορο μεταξύ της ελεύθερης Ελλάδος και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για περίπου τριάντα χρόνια, από την απελευθέρωση της Αρτας το 1881 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912, οπότε σταδιακά άρχισε να απελευθερώνεται και η υπόλοιπη Ηπειρος.
Εδώ, επίσης, υπέγραψαν ανακωχή στις 4 Φεβρουαρίου 1944 οι δυνάμεις του Ζέρβα και του Βελουχιώτη, ενώ η περιοχή, από την ανέγερση του γεφυριού και εντεύθεν, υπήρξε σημείο ανεφοδιασμού για τους ταξιδιώτες, με χάνια τότε, τα ερείπια των οποίων είναι ορατά ακόμη και σήμερα.
Και στις μέρες μας όμως, συνεχίζοντας την πολυετή παράδοση που θέλει το σημείο αυτό «σταθμό» της περιοχής, οι ταξιδιώτες μπορούν να προμηθευθούν εδώ τρόφιμα, βενζίνη, τσιγάρα και άλλα είδη ή και να διανυκτερεύσουν, πριν συνεχίσουν τον γοητευτικό δρόμο προς τα χωριά των Τζουμέρκων. Και οι ντόπιοι των γύρω μικρών χωριών έρχονται εδώ για τον απαραίτητο ανεφοδιασμό του σπιτιού και για χαλάρωση με καφέ ή φαγητό δίπλα στο γεφύρι, στο πέτρινο κτίριο που αποτελούσε παλιά το τελωνείο.
Εδώ συναντιούνται και οι λάτρεις του ράφτινγκ από όλη την Ελλάδα, καθώς στη γέφυρα Πλάκας τερματίζει η εκπληκτική διαδρομή του φαραγγιού του Αράχθου, όπου κυριολεκτικά η ομορφιά συγκλονίζει ψυχή και νου, ενώ αποτελεί σημείο εκκίνησης για την πιο απαιτητική διαδρομή, που τερματίζει στη Σκούπα και σε γεμίζει αδρεναλίνη. Πόσες φορές χάζεψα τις βάρκες να περνούν κάτω από το γεφύρι, ακούγοντας γέλια, ενθουσιασμό, μέχρι που πήρα μια βαθιά ανάσα και στα χέρια το κουπί... κι από τότε, κάθε χρόνο περνώντας κάτω από το γεφύρι αυτό, μέσα από το νερό, ένιωθα τόσο μικρός και τόσο προνομιούχος μαζί. Κι ακόμα πιο προνομιούχος, στην κατάβαση της αυγουστιάτικης πανσελήνου, όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια. Το γεφύρι λούζεται στο φως του φεγγαριού, η ατμόσφαιρα σχεδόν μυστικιστική, φωτιές, τραγούδια, νεολαία.
Το γεφύρι αυτό δεν έμελλε μόνο να διευκολύνει τη συγκοινωνία, σε εποχές δύσκολες. Δεν ξεπεράστηκε από τον χρόνο, όσο κι αν αργότερα έπαψε να χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο χτίστηκε. Το γεφύρι αυτό φτιάχτηκε με μαστοριά, από το υστέρημα των Τζουμερκιωτών και απ' όταν πρωτοστάθηκε όρθιο, μαζεύει γύρω του κόσμο. Τον κόσμο που το ζει, το διαβαίνει, το φωτογραφίζει, το περνάει μέσα από το ποτάμι, το χαζεύει.
Οταν, πρωί Κυριακής, έμαθα από την αδελφή μου το κακό μαντάτο, η απώλεια έλαβε ανθρώπινες διαστάσεις. Πλήθος εικόνων πέρασαν από μπροστά μου, από την πρώτη - πρώτη, μέχρι την τελευταία, μια εβδομάδα νωρίτερα και παραμονή εκλογών, οπότε το είδα με αυτή τη γνωστή χειμωνιάτικη μουντάδα. Φαινόταν αδιανόητο. Ακολούθησαν τηλεφωνήματα, η αγωνία όσων το έζησαν, το ενδιαφέρον όσων το είδαν από κοντά και το περπάτησαν και όσων είχαν ακούσει γι' αυτό.
Τότε συνειδητοποίησα πως το γεφύρι έχει ακόμη δίπλα του τον κόσμο του. Τους Ηπειρώτες αλλά και τους χιλιάδες επισκέπτες του, που με τόση αγάπη το έχουν περιβάλει. Το γεφύρι, άλλωστε, έχει γκρεμιστεί ήδη δύο φορές στην ιστορία του και ξαναχτίστηκε, το ίδιο θα γίνει και τώρα. Εσκασα ένα χαμόγελο και περιμένω ανυπόμονα να το ξαναδώ να στέκει υπερήφανο, όπως μας είχε μάθει.
www.kathimerini.gr