Υπήρχε μυσταγωγία. Και αυτό το σκηνικό που υποδέχθηκε τη μουσική, τη χορωδία και τους μονωδούς γινόταν με την πρόοδο της συναυλίας ένας πομπός αισθημάτων. Σκεφτόμουν πώς θα ένιωθε ο Μύρων Μιχαηλίδης, που με θέρμη, αλλά και συναίσθηση του ειδικού βάρους της βραδιάς, διηύθυνε την ορχήστρα και τη χορωδία. Μπροστά απλωνόταν μια θάλασσα ανθρώπων που είχαν αφήσει τα σπίτια τους και είχαν έρθει να καθίσουν στο χώμα, φέρνοντας στρωματάκια, μαξιλάρια ή απλώς κάθονταν στη γυμνή γη, που έκαιγε ακόμη. Και πίσω από το κοινό, που δημιουργούσε μια φαρδιά και πυκνή ζώνη, πρόβαλλε η Πύλη του Αδριανού και πιο πίσω και πιο ψηλά η Ακρόπολη, φωτισμένο στέμμα. Αυτά έβλεπαν οι μουσικοί. Και εμείς, έχοντας αυτήν τη θέα στην πλάτη μας, ατενίζαμε το φεγγάρι, τον ναό, στο βάθος τον λόφο του Αρδηττού, και αφηνόμασταν στο πρόγραμμα που με τόση σύνεση είχε ετοιμάσει η Λυρική.
Ηταν ένα πρόγραμμα κομμένο και ραμμένο στη φύση της βραδιάς: απόλαυση για όλους, ένα απαύγασμα της λυρικής τέχνης σε μια ανθολογία διάρκειας μιας ώρας. Είναι προνόμιο, πράγματι, να ακούς δωρεάν την Τσέλια Κοστέα να τραγουδάει το «Vissi d'arte» από την «Τόσκα» και το «Un bel di vedremo» από τη «Μαντάμα Μπάτερφλαϊ», τον Δημήτρη Πλατανιά στο «Credo» από τον «Οθέλλο» και στο «Te Deum» από την «Τόσκα», τον Δημήτρη Πακσόγλου στο «Ah, la paterna mano» από τον «Μάκβεθ»...
Η σκέψη, βεβαίως, να κλείσει η συναυλία με ένα από τα μελωδικά χορωδιακά της ιταλικής όπερας, το «Va, pensiero» από τον «Ναμπούκο», είχε αποτέλεσμα. Οργάνωσε το συναίσθημα, συσπείρωσε την ανάγκη του κοινού βιώματος. Γι' αυτό και ο Μύρων Μιχαηλίδης πήρε τον λόγο και μίλησε για το μήνυμα της «ελπίδας» που αφήνει στον αέρα αυτή η μελωδία. Μας το πρόσφερε πάλι μαζί με την εξαίρετη χορωδία. Και τη δεύτερη φορά ακούστηκε με μεγαλύτερη προσήλωση. Ηταν μια ωραία βραδιά. Αθηναϊκή. Με νόημα.
www.kathimerini.gr