Ηθοποιός με το Η κεφαλαίο, με την αναχώρησή της το ελληνικό θέατρο δεν χάνει μία από τις μεγαλύτερες πρωταγωνίστριές του, μια καλλιτέχνιδα που είχε καταφέρει να συγκεράσει το κλασικό με το σύγχρονο συνδιαλεγόμενη και με το μέλλον, αλλά και μια προσωπικότητα που ζούσε κι ανέπνεε για το σανίδι. Η μεγάλη κυρία του θεάτρου «έφυγε» προχθές από τη ζωή, σε ηλικία 83 ετών, στον Ευαγγελισμό όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες.
Ηθοποιός με ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία, σπάνια ευαισθησία, με άρτια τεχνική κατάρτιση, πλούσια υποκριτική κλίμακα και δημιουργική φαντασία, η Αντιγόνη Βαλάκου ξεκίνησε, στα πρώτα χρόνια της καριέρας της, ως αντιπροσωπευτική ενζενί.
Με την πάροδο των ετών, έφτασε στην ωριμότητά της να καταθέσει προσωπικές ερμηνείες σε τραγικούς ρόλους, μπολιάζοντας το παραδοσιακό στυλ με εξπρεσιονιστικές νύξεις. Η εργατικότητα (έφτανε πρώτη στο θέατρο, ώρες πριν από την έναρξη της παράστασης), η αντοχή και το δημιουργικό της «πείσμα» υπήρξαν μοναδικά. Ως δασκάλα, στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από το 1985 και για περίπου μία εικοσαετία (πολλοί σημερινοί πρωταγωνιστές την είχαν δασκάλα) ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη.
Γεννημένη στην Καβάλα το 1930, η Αντιγόνη Βαλάκου μετακόμισε στην Αθήνα το 1946. Οταν σπούδαζε στις δύο τελευταίες γυμνασιακές τάξεις, φοίτησε παράλληλα στο Θεατρικό Σπουδαστήριο του Βασίλη Ρώτα. Πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση το 1949, στο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη στο πλευρό του Αιμίλιου Βεάκη.
«Μαντάμ Φλο»
Η τελευταία της εμφάνιση ήταν τη σεζόν 2011-2012 στο «Μαντάμ Φλο» του Τεμπερλέι συμπληρώνοντας έτσι 65 χρόνια στη σκηνή, έχοντας παίξει μια ευρεία γκάμα έργων, τους μεγαλύτερους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου αλλά και σύγχρονο ρεπερτόριο και τραγωδία. Ταγμένη στο θέατρο, με «θρησκευτική» προσήλωση και λατρευτική πίστη, το υπηρέτησε ολόψυχα, με πάθος, σεβασμό και ήθος.
Την παρθενική της εμφάνιση ακολούθησε συνεργασία με τον θίασο της Κατερίνας και αργότερα με τον θίασο Μανωλίδου - Αρώνη - Χατζίσκου (1951 - 1952) όπου και διακρίθηκε ως ενζενί. Τα επόμενα χρόνια προσλήφθηκε από το Εθνικό Θέατρο (1952-1955) στο οποίο και υποδύθηκε πρωτεύοντες ρόλους στο «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαίξπηρ (ως Περντίτα), στον «Δρόμο του ποταμού» του Μόργκαν, στο «Ανθρωπος του διαβόλου» του Μπέρναρντ Σο και στην «Κολόμπ» του Ανούιγ (ως Κολόμπ). Το 1955, συνεργαζόμενη με το Θέατρο Εθνικού Κήπου, υποδύθηκε την Οφηλία στον «Αμλετ» του Σαίξπηρ. Επανεμφανιζόμενη στο Εθνικό Θέατρο συνέχισε τις θεατρικές της επιτυχίες ως Μαίρη Γουόρεν στη «Δοκιμασία» του Αρθουρ Μίλερ, στα «Στρατηγήματα εραστών» και ως Ισμήνη στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (1956).
Από το φθινόπωρο του έτους αυτού υπήρξε πρωταγωνίστρια του θιάσου Κώστα Μουσούρη, διακρινόμενη ως «Αννα Φρανκ» στο ομώνυμο έργο (για την ερμηνεία της, το 1958, τιμήθηκε με το θεατρικό έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη»). Με τον ίδιο θίασο, όπου έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό και καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια, δημιούργησε προσωπικές επιτυχίες, ενώ το 1964 συγκροτεί προσωπικό θίασο, με τον οποίο παρουσιάζει κλασικό ρεπερτόριο.
Στη δεκαετία του '70 η Αντιγόνη Βαλάκου εισέρχεται στον στίβο της τραγωδίας, όπου πρωταγωνιστεί στην Επίδαυρο και στο Φεστιβάλ Αθηνών με τους θιάσους του Εθνικού και του Κρατικού Βορείου Ελλάδος. Ως «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, «συγκλονιστική κι ανθρώπινη», κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην τραγωδία (1972) και κερδίζει τις εντυπώσεις. Ακολουθούν «Βάκχες» (1975), «Τρωάδες» (1975), «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1976), «Αντιγόνη» (1980), «Πέρσες», «Μήδεια»(1993), «Φοίνισσες» (1999). Με το «Αμφι-Θέατρο» του Σπ. Α. Ευαγγελάτου ως Ιοκάστη στις «Φοίνισσες» (2008) πραγματοποιεί την τελευταία της εμφάνιση στην Επίδαυρο και στο αρχαίο δράμα.
Η παρουσία της στις δύο κρατικές μας σκηνές είναι συνεχής με κορυφαία τη συμμετοχή της στο Εθνικό (από το 1952 έως το 2003 έπαιξε σε 43 παραστάσεις). Από τις τελευταίες ερμηνείες της στην πρώτη κρατική μας σκηνή ήταν οι «Φάλαινες του Αυγούστου» του Ντ. Μπέρι (2001) και η «Τρελή του Σαγιό» του Ζ. Ζιροντού (2003) σε σκηνοθεσία Κ. Δαμάτη που θεωρούνται κορυφαίες. Με τη Μάνα-Αννα Φίρλινγκ στο «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ (σκην. Κ. Τσιάνος, 2007) έκλεισε την καριέρα της στο Εθνικό. Ο ρόλος της Μάνας στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα (σκην. Γ. Ιορδανίδης), το 2009, ήταν η τελευταία της για το ΚΘΒΕ.
Στο ελεύθερο θέατρο έκανε πολλές επιτυχίες από την αρχή της καριέρας της έως το τέλος. Υπήρξε υποδειγματική «Ρόουζ» του Μ. Σέρμαν (2000), ενώ στις πιο πρόσφατες συμμετοχές της συγκαταλέγονται «Ο τελευταίος επισκέπης» του Τ. Ουίλιαμς (2004) και το «Εσύ και τα σύννεφά σου» του Ερ. Βέστφαλ (2010). Στο «κύκνειο άσμα της», πριν από δύο σεζόν, έδωσε σάρκα και οστά στην «πιο παράφωνη γυναίκα στον κόσμο», τη «Μαντάμ Φλο» με τον Γ. Χρανιώτη στο πλευρό της, σε σκηνοθεσία Γ. Καραμίχου.
Εκτός όμως του θεάτρου, έλαβε μέρος και σε πολλές ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, ανάμεσά τους: «Οι ουρανοί είναι δικοί μας», «Ο δρόμος με τις ακακίες», «Γκόλφω», «Της τύχης τα γραμμένα», «Η μοίρα γράφει την ιστορία», «Το αμαξάκι», «Κρυστάλλω», «Χαμένα όνειρα», «Η Ελληνίδα και ο έρωτας», «Αθώα ή ένοχη;», «Ο μετανάστης». Συμμετείχε σε ραδιοφωνικές θεατρικές εκπομπές.
Στην Καβάλα λειτουργεί εδώ και αρκετά χρόνια το θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου» (εκεί έπαιξε τις «Ευτυχισμένες μέρες», το 1997).
Συλλυπητήρια για τον θάνατο της Αντιγόνης Βαλάκου απέστειλαν ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Π. Παναγιωτόπουλος, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας. Η κηδεία της θα γίνει σήμερα, στις 3.30 μ.μ., στον Κόκκινο Μύλο.
www.ethnos.gr