Όταν ο συνταξιούχος πλέον οδηγός φορτηγού ζητούσε από τους γιατρούς βοήθεια για τη διαχείριση του διαβήτη και της παχυσαρκίας του, οι περισσότεροι τον επέκριναν επειδή δεν έτρωγε πιο υγιεινά. Συχνά, άφηναν να εννοηθεί ότι τα προβλήματά του ήταν μόνιμα. «Μου έλεγαν ότι θα έκανα ινσουλίνη για το υπόλοιπο της ζωής μου», λέει.
Αποθαρρυμένος, δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να βελτιώσει την υγεία του και για πολλά χρόνια δεν το προσπάθησε. Το διαζύγιό του δεν βοήθησε, ούτε ο τρόπος ζωής του – πάντα στον δρόμο. «Για 30 χρόνια, δούλευα 12-15 ώρες, ζούσα με ντελίβερι και σάντουιτς έξι ημέρες την εβδομάδα, και μετά το Σαββατοκύριακο ήθελα απλώς να μεθύσω», λέει.
Αλλά πριν από πέντε χρόνια, ο Frost είχε μια συνάντηση που θα άλλαζε τον τρόπο που διαχειριζόταν την υγεία του. Όταν μετακόμισε στο Σέφιλντ και βρήκε τον Ollie Hart -έναν γιατρό πολύ νεότερο από αυτόν- βρήκε μαζί με αυτόν και μια νέα κατανόηση του τι θα μπορούσε να είναι η υγειονομική περίθαλψη. Αντί να απαγγέλλει κλινικές απαντήσεις, ο Hart έκανε στον Frost προσωπικές ερωτήσεις. Αντί να προτείνει ένα συνταγογραφούμενο φάρμακο, του μίλησε για τον επόμενο αγώνα δρόμου στο τοπικό πάρκο.
Ο Frost εξακολουθούσε να έχει επιφυλάξεις για τους γιατρούς. Όταν ξεκίνησε μια αμφιλεγόμενη δίαιτα που – σύμφωνα με ένα βιβλίο που είχε διαβάσει – θα μπορούσε να αντιστρέψει τον διαβήτη του, τον άγχωνε το ενδεχόμενο να το πει στον Hart. «Δεν ήθελα να μου πει: Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν ξέρεις τι κάνεις», λέει. Αλλά ο Hart αντί για επίκριση του προσέφερε υποστήριξη. «Είχε μάλιστα διαβάσει και εκείνος το βιβλίο», λέει ο Φροστ.
Αφού πέρασαν μερικές συνεδρίες όπου μιλούσαν για τα ενδιαφέροντα του Frost, ο Hart άρχισε να αποκαλύπτει μερικά από τα δικά του, όπως η ποδηλασία. Και όταν διαισθάνθηκε ότι ο Frost «βαριόταν και δεν άντεχε άλλο τη ζωή του», του συνταγογράφησε κάτι ασυνήθιστο: να κάνει ποδήλατο στη γειτονιά του. «Δεν ήταν πραγματικά για τον έλεγχο του διαβήτη του όσο για να τον βοηθήσω να βγει έξω και να κάνει κάτι», σχολιάζει ο γιατρός.
Ο Frost βρήκε τον ενθουσιασμό του Hart μεταδοτικό, αλλά είχε ακόμα κάποιες αμφιβολίες. Ήταν καινούριος στην περιοχή, δεν γνώριζε τους δρόμους και ανησυχούσε ότι οι υπόλοιποι ποδηλάτες θα ήταν πολύ προχωρημένοι γι’ αυτόν. Σύντομα όμως βρήκε καταφύγιο στη συνταγή ποδηλασίας του, με την καθοδήγηση της Pedal Ready, μιας οργάνωσης που απευθύνεται ιδίως σε ενήλικες που μόλις άρχισαν να ανεβαίνουν ξανά στο ποδήλατο. Με την πάροδο του χρόνου, πέρα από τις νέες ικανότητες ποδηλασίας και τους νέους φίλους, ο Φροστ άρχισε επίσης να βλέπει απτά οφέλη στην υγεία του. Έχασε 20 κιλά και έφτασε σε ένα σημείο όπου μπορούσε να κάνει αυτό που οι άλλοι γιατροί έκριναν κάποτε αδύνατο: να κόψει την ινσουλίνη.
Υπάρχει ένας όρος για το είδος της συνταγής που έγραψε ο Χαρτ στον Φροστ: κοινωνική συνταγογράφηση. Δεν εξυπηρετεί μόνο ασθενείς με προφανή «κοινωνικά» ζητήματα, όπως μοναξιά ή κοινωνικό άγχος, αλλά μπορεί επίσης να βοηθήσει όσους έχουν σωματικά προβλήματα, όπως άνοια ή καρκίνο. Το όνομα προέρχεται από τη θεμελιώδη έρευνα των Michael Marmot και Richard Wilkinson που υποδεικνύει ότι η υγεία ενός ατόμου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικούς παράγοντες, όπως η εργασία, το περιβάλλον και οι σχέσεις του. Η κοινωνική συνταγογράφηση στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων, γνωστών ως «κοινωνικών καθοριστικών παραγόντων», προσφέροντας συνταγές στους ανθρώπους όχι με τη μορφή χαπιών, αλλά δραστηριοτήτων στην τοπική τους κοινότητα. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν ομάδες άσκησης όπως το ποδήλατο του Φροστ, αλλά και μαθήματα μουσικής, πρότζεκτ κηπουρικής, περιπάτους στη φύση ή ακόμη και βοήθεια για την εύρεση εργασίας ή στέγασης.
Παρόλο που η ιδέα της κοινωνικής συνταγογράφησης υπάρχει στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και μερικές δεκαετίες, το ντόμινο επιπτώσεων στην υγεία από τον έναν χρόνο σε απομόνωση εξαιτίας της καραντίνας, αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για την πρακτική. Και, καθώς ο Covid καίει γρήγορα και τα δύο άκρα του κεριού της υγειονομικής περίθαλψης -περισσότεροι ασθενείς που χρειάζονται φροντίδα και μια υγειονομική υπηρεσία που έχει φτάσει στα όριά της- όλο και πιο πολλοί εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και ασθενείς βλέπουν την κοινωνική συνταγογράφηση ως μέρος της λύσης.
Το 1938, με τον κόσμο βουτηγμένο ακόμα σε οικονομική κρίση, μια ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ αναρωτήθηκε: τι κάνει μια ζωή υγιή και ευτυχισμένη;
Είναι ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τους πρώτους φιλοσόφους, καλλιτέχνες και θρησκευτικούς ηγέτες – αλλά για πρώτη φορά, οι ψυχίατροι αναζήτησαν εμπειρικές απαντήσεις. Στο εργαστήριό τους, συγκέντρωσαν 268 δευτεροετείς φοιτητές (που τότε ήταν όλοι άντρες) και ανέλυσαν την υγεία τους μέσω εξετάσεων και ερωτηματολογίων. Επαναλάμβαναν τη διαδικασία κάθε δύο χρόνια μέχρι που τελικά συμμετείχαν στην έρευνα ακόμα και τα παιδιά των πρώτων εκείνων φοιτητών.
Στα 80 και πλέον χρόνια παρατήρησης 1.300 ατόμων, η μελέτη του Harvard για την ανάπτυξη των ενηλίκων διαπίστωνε επανειλημμένα ότι ο μεγαλύτερος προγνωστικός παράγοντας της μακροπρόθεσμης ευημερίας ενός ατόμου είναι οι κοινωνικές του σχέσεις. Η τότε κυρίαρχη άποψη απέδιδε στη «γενετική» την υγιή ανάπτυξη των ενηλίκων, αλλά η μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που ήταν πιο υγιείς στην ηλικία των 80 ήταν αυτοί που ήταν πιο ικανοποιημένοι από τις σχέσεις τους στην ηλικία των 50. Διαπίστωσε επίσης ότι οι ηλικιωμένοι ενήλικες που είχαν ισχυρή κοινωνική υποστήριξη βίωναν μικρότερη νοητική φθορά από εκείνους που δεν είχαν.
Το 1984, ένας νεαρός κληρικός με το όνομα Andrew Mawson ανακάλυψε από πρώτο χέρι τους ρόλους που έχουν οι κοινωνικές σχέσεις στη διατήρηση της καλής υγείας. Είχε κληθεί στο Tower Hamlets στο Λονδίνο, μια από τις πιο υποβαθμισμένες κοινότητες του Ηνωμένου Βασιλείου, για να αναλάβει καθήκοντα ιερέα της Ενωμένης Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας. Δεν είχε ιδιαίτερη οικονομική υποστήριξη, ούτε καμία ιδέα από πού να ξεκινήσει. «Είχαμε 400 λίρες σε μια τράπεζα, μερικά κατεστραμμένα κτίρια, ένα εγκαταλελειμμένο πάρκο πίσω μας και καμία ντουζίνα άτομα – όλοι πάνω από 70 – που με χαιρέτησαν στην εκκλησία», θυμάται.
Αλλά ο Mawson λέει ότι απέκτησε μια αίσθηση σκοπού -και αγανάκτησης- όταν γνώρισε μια γυναίκα από την κοινότητα, την Jean Vialls, μία 35χρονη καρκινοπαθή, η οποία υπέφερε επιπλέον «από όλες τις επιπλοκές που φέρνει η φτώχεια». Ο Mawson διαισθάνθηκε ότι η Vialls χρειαζόταν μια πιο προσωποκεντρική προσέγγιση για τη θεραπεία των πολλών πηγών οδύνης στη ζωή της, όχι μόνο του καρκίνου. Και όταν είδε ότι η υποστήριξη που λάμβανε από τις υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες δεν ήταν αρκετή, κάλεσε τους φίλους της για να της δώσουν την παλαιότερη και απλούστερη μορφή φροντίδας στη φύση: τη συντροφικότητα.
Οι φίλοι της μπορεί να την βοήθησαν να κάνει τις λιγοστές μέρες της ζωής της πιο ζωντανές, αλλά σύντομα υπέκυψε στην ασθένειά της. Αυτό που ακολούθησε, θυμάται ο Mawson, ήταν μια τεταμένη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στο Royal London Hospital, όπου αξιωματούχοι υγείας και πολιτικής απέδιδαν τον θάνατό της σε διοικητική αμέλεια και κακή εσωτερική επικοινωνία. Αλλά για εκείνον, αφορούσε κάτι μεγαλύτερο. «Τα ανθρώπινα όντα είναι κοινωνικά πλάσματα και η υγεία σχετίζεται με τις ανθρώπινες σχέσεις», λέει. Το συμβατικό ιατρικό μοντέλο – διάγνωση, θεραπεία, επανάληψη – δεν ήταν αρκετό.
Με αφορμή αυτή την πεποίθηση, ο Mawson πέρασε τη δεκαετία του 1990 δημιουργώντας αυτό που θα γινόταν το πρώτο ολοκληρωμένο ίδρυμα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, το Bromley-by-Bow Center, στην ενορία του. Το κέντρο βασιζόταν σε δύο ριζοσπαστικές αρχές: θα λειτουργούσε από, για και μαζί με την τοπική κοινότητα. Και θα αντιμετώπιζε τους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες για την υγεία, όχι μόνο τις φυσικές συνέπειες. Η πρώτη του προτεραιότητα ήταν να βεβαιωθεί ότι η αρχιτεκτονική του Bromley αντικατοπτρίζει τις ιδρυτικές του αρχές. Αντί για ένα «βαρετό κουτί NHS (Εθνικού Συστήματος Υγείας)», το κέντρο κατασκευάστηκε σαν κάστρο – φτιαγμένο από τα ίδια χειροποίητα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν στην όπερα της Γλυνδεβούρνης και γεμάτα με χειροποίητες ξύλινες καρέκλες. Αντί για μια άψυχη αίθουσα αναμονής υπήρχε μία καφετέρια, ένας κήπος, ένα στούντιο χορού, μια γκαλερί τέχνης.
Μόνο ένα πράγμα έλειπε από το γραφείο ιατρών του Bromley-by-Bow όταν το συνέλαβε για πρώτη φορά ο Mawson: πραγματικοί γιατροί. Αυτό άλλαξε το 1997, όταν ο γενικός γιατρός Sam Everington προσχώρησε στον σκοπό του Bromley.
Ο Everington, που είχε εξεγερθεί και ο ίδιος ενάντια στο συμβατικό δόγμα της γενικής ιατρικής, λέει ότι του ταίριαξε αμέσως η προσέγγιση του Bromley που έβαζε τον ασθενή στο επίκεντρο. «Χρησιμοποιούσα το μικρό μου όνομα, δεν φόρεσα ποτέ γραβάτα, μοιραζόμουν τις σημειώσεις μου με τους ασθενείς μου, κάτι που, πριν από 30 χρόνια, ήταν πρωτάκουστο», λέει. Είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια επτά παιδιών και περνούσε τα καλοκαίρια μαζεύοντας μανιτάρια, σκαρφαλώνοντας βουνά και κολυμπώντας στις λίμνες στο αγρόκτημα του παππού του στη Νορβηγία. «Όταν έχετε περάσει όλη σας τη ζωή μαζί με οικογένεια, νομίζετε ότι είναι φυσιολογικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι φυσιολογικό για πολλούς ανθρώπους», λέει. «Έτσι οι γονείς μου με έμαθαν ότι, αν είσαι τυχερός στη ζωή, έχεις χρέος να βοηθήσεις άλλους ανθρώπους».
Αρχικά επεδίωξε μια καριέρα στη νομική, αλλά σύντομα αποφάσισε ότι η ζωή του δικηγόρου δεν ήταν για αυτόν. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε την ιατρική του καριέρα στη δεκαετία του 1980, δεν έχασε ποτέ την αίσθηση του δικαίου. Όταν ήταν κατώτερος γιατρός στο Royal London Hospital, πέρασε την ημέρα των Χριστουγέννων στο δρόμο διαμαρτυρόμενος για το εξαντλητικό ωράριο εργασίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, συνέγραψε ένα έγγραφο για το British Medical Journal (BMJ) με το οποίο εξέθετε τις ρατσιστικές πρακτικές προσλήψεων στον τομέα. Μαζί με τον συνάδελφο γιατρό Aneez Esmail, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, υπέβαλαν πανομοιότυπες αιτήσεις σε εμπειρία και προσόντα σε περίπου δώδεκα ανώτερες θέσεις του NHS και διαπίστωσαν ότι όποιος είχε όνομα που έμοιαζε αγγλικό, είχε διπλάσιες πιθανότητες να περάσει στην φάση της συνέντυεξης, από όποιον είχε όνομα που έμοιαζε ασιατικό.
Η πράξη τους αυτή οδήγησε σε κατηγορίες και απειλές εναντίον τους από το Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο. Αλλά η φήμη του ως ιατρού παρέμεινε και τελικά έφτασε στα αυτιά του Mawson.
Για τον Everington, η ριζοσπαστική οδηγία του Bromley να αντιμετωπίζει τους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες της υγείας κάποιου αποτελούσε κοινή λογική. «Πάντα ένιωθα ότι αυτό που μάθαμε στην ιατρική σχολή ήταν λίγο λάθος – να χαρακτηρίζουμε κάποιον ως διαβητικό ή επιληπτικό και να επικεντρωνόμαστε τόσο λίγο στο ποιος είναι αυτός ο ασθενής και για ποια πράγματα νοιάζεται», λέει. Εξάλλου, προσθέτει, οι περισσότεροι ασθενείς ξεχνούν τα περισσότερα από αυτά που τους λένε οι γιατροί τους (μια μελέτη διαπίστωσε ότι το 40 έως 80 τοις εκατό των ιατρικών πληροφοριών που δίνονται στους ασθενείς «ξεχνιούνται αμέσως»).
Και έτσι, λέει ο Everington, μια καλύτερη προσέγγιση -αυτή που το Bromley χρησιμοποίησε για τη θεραπεία 43.000 ασθενών από τη δημιουργία του κέντρου και η οποία ενέπνευσε χιλιάδες άλλα κέντρα τύπου Bromley σε ολόκληρη τη χώρα και τον κόσμο- είναι να προσφέρει θεραπείες που ανταποκρίνονται στα προσωπικά ενδιαφέροντα του ασθενούς. Το περιγράφει ως λιγότερο «τι συμβαίνει με εσάς» και περισσότερο «τι έχει σημασία για εσάς». Σε πρακτικό επίπεδο, σημαίνει ότι οι γενικοί γιατροί βοηθούν τους ασθενείς να ικανοποιήσουν τόσο τις βασικές τους ανάγκες: υγεία, αλλά και τροφή, στέγαση, απασχόληση, όσο και τις πιο προσωπικές τους: φιλία, κοινότητα, αίσθηση σκοπού.
Ο Frank Frost κάλυψε αυτές τις τελευταίες ανάγκες όταν ο Hart του σύστησε την τοπική ομάδα ποδηλασίας. Η αρχική του κοινωνική συνταγογράφηση ήταν για ένα συγκεκριμένο μάθημα ποδηλασίας, αλλά όταν έγινε φίλος με τους συμμαθητές του, εξελίχθηκαν σε «συμμορία» -μια ομάδα 20 ατόμων που οργανώνει τακτικά βόλτες στην περιοχή.
Ο Frost λέει ότι η αίσθηση της κοινότητας που παρέχει η ομάδα τους ωθεί όλους να συνεχίσουν την ποδηλασία. «Όλοι προσέχουμε ο ένας τον άλλον – αν κάποιος χρειάζεται να πάει πιο αργά, δεν τον αφήνουμε πίσω. Αν κάποιος χρειάζεται να φτιάξει το ποδήλατό του, υπάρχει ένας τύπος που είναι μηχανικός», λέει. Καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας διατηρούσαν επαφή, ακόμη και όταν δεν μπορούσαν να πάνε βόλτα. «Μετατράπηκε τελικά σε μια ουσιαστική ομάδα φιλίας».
Όλες αυτές οι αλλαγές, ο Frost τις αποδίδει στον Χαρτ που τον ενέπνευσε. Αλλά σύμφωνα με τον Χαρτ, υπάρχει πραγματική επιστήμη πίσω από την κοινωνική συνταγογράφηση. «Γνωρίζουμε ότι η αίσθηση της αξίας και του νοήματος στη ζωή ενός ατόμου παίζει πραγματικά μεγάλο ρόλο στην υγεία του», λέει.
Αναγνωρίζοντας το αυξανόμενο σύνολο ερευνών που συνδέουν την υγεία με τους κοινωνικούς παράγοντες, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας (NHS) δεσμεύτηκε πρόσφατα να κατευθύνει 900.000 άτομα σε κανάλια κοινωνικής συνταγογράφησης έως το 2024.
Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με το NHS, το 60% των κλινικών ομάδων ανάθεσης στην Αγγλία διαθέτουν προγράμματα κοινωνικής συνταγογράφησης. Ο Hart συνεργάζεται με δύο από αυτά. Λέει ότι ρωτά συχνά τους ασθενείς τι κάνουν για να φροντίζουν τον εαυτό τους και προσπαθεί να εντοπίσει τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά στοιχεία στην απάντησή τους. Σπεύδουν να μοιραστούν αυτό που έχουν κάνει; Ή φαίνονται συντετριμμένοι, χαμένοι ή μοναχικοί;
Ο James Sanderson, Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Ακαδημίας Κοινωνικής Συνταγογράφησης, μιας ανεξάρτητης οργάνωσης που υποστηρίζει τοπικές κοινωνικές συνταγές, λέει ότι οι γιατροί είναι απόλυτα κατάλληλοι για άμεση κοινωνική συνταγογράφηση. «Είναι αυτή η επαγγελματική γνώση που συνδυάζεται με τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα του ατόμου και δημιουργεί αυτή τη μαγική ευκαιρία σύνδεσης», λέει. Επισημαίνει άλλωστε ότι οι έρευνες συχνά αποκαλύπτουν πως οι γιατροί απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη αξιοπιστία στην κοινότητά τους.
Αλλά δεν έχουν όλοι οι γιατροί την κοινοτική υποδομή ή τον χρόνο που χρειάζεται για να ενσωματώσουν την κοινωνική συνταγογράφηση όπως κάνει ο Χαρτ. «Έχεις μόλις δέκα λεπτά με κάθε ασθενή και αυτός δεν είναι αρκετός χρόνος για να φτάσετε και σε αυτά τα κοινωνικά ζητήματα, που αφορούν στην απομόνωση και τη μοναξιά», λέει ο Mohan Sekeram, γιατρός στο East Merton. «Καταλήγεις λοιπόν να κοιτάς την ιατρική πλευρά, γιατί αυτό είμαστε εκπαιδευμένοι να κάνουμε και συχνά ο ασθενής δεν λαμβάνει τη θεραπεία που χρειάζεται, δεν του παρέχουμε τη θεραπεία που του αξίζει και επιστρέφει λίγες εβδομάδες αργότερα». Αυτός ο κύκλος δεν είναι καλός οιωνός για ένα ήδη υπερφορτωμένο NHS, ειδικά από τη στιγμή που οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να επισκεφθούν γιατρό.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό, ο Sekeram, ο οποίος βοήθησε να στηθεί πιλοτικά ένα σύστημα κοινωνικής συνταγογράφησης στο ιατρείο του, λέει ότι η πρόσβαση σε «εργαζόμενους – συνδετικούς κρίκους» – ειδικούς της κοινότητας που διευκολύνουν την κοινωνική συνταγογράφηση – έχει κάνει τη διαφορά. Οι γενικοί γιατροί μπορούν να παραπέμπουν σε αυτούς ασθενείς ή σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασθενείς μπορούν να αυτοπαραπέμπονται. «Οι εργαζόμενοι – συνδετικοί κρίκοι μπορούν να περάσουν μια ώρα με τον ασθενή και να δουν πραγματικά τα βασικά αίτια για να καταλήξουν σε ένα σχέδιο», λέει.
Πέρα από τη βοήθεια προς τους ασθενείς, η έρευνα υποδηλώνει ότι η ύπαρξη εργαζομένων που προτείνουν και διαχειρίζονται κοινωνικές συνταγές θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στην αποσυμπίεση του συστήματος υγείας. Σε μια έρευνα του 2018 από το Royal College of General Practitioners, το 59% των παθολόγων συμφώνησε ότι η κοινωνική συνταγογράφηση θα μείωνε τον φόρτο εργασίας τους. Μια επισκόπηση δεδομένων έδειξε ότι η ζήτηση για υπηρεσίες γενικού ιατρού μειώθηκε μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν κοινωνικές συνταγές. Το NHS της Αγγλίας αποφάσισε πρόσφατα να χρηματοδοτήσει τον μισθό δύο εργαζομένων για κάθε 30.000-50.000 ασθενείς σε κάθε δίκτυο πρωτοβάθμιας περίθαλψης τοπικών παρόχων υγείας και κοινωνικής φροντίδας.
Ωστόσο, το NHS αντιμετωπίζει πρωτοφανείς, αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις υγείας που προκλήθηκαν από την πανδημία. Μια μελέτη του 2020 διαπίστωσε αυξημένα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης κατά τη διάρκεια των πρώτων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ο αλκοολισμός φαίνεται επίσης να αυξάνεται, με το British Liver Trust να λαμβάνει αύξηση 500% στις κλήσεις υποστήριξης από τον περασμένο Μάρτιο. Και ίσως το πιο ευρέως διαδεδομένο υποπροϊόν της καραντίνας είναι η διαρκώς επιδεινούμενη επιδημία μοναξιάς -μια κατάσταση που μελέτες έχουν συνδέσει με άνοια, εγκεφαλικό, καρδιαγγειακές παθήσεις, χρόνιο στρες, κακό ύπνο και ακόμη και πρόωρο θάνατο. Η λύση δεν είναι τόσο απλή όσο το να βάζεις ανθρώπους μαζί με άλλους ανθρώπους: μια πρόσφατη έρευνα για τη μοναξιά σε 55.000 άτομα υποδηλώνει ότι η ποιότητα αυτών των σχέσεων και όχι η ποσότητα είναι αυτή που έχει σημασία.
Η Akeela Shaikh, μητέρα δύο παιδιών, ξέρει πώς είναι να νιώθεις μοναξιά, χωρίς να είσαι μόνος. Πριν από τέσσερα χρόνια, σταμάτησε να αισθάνεται ο «παιχνιδιάρικος, αγαπητός εαυτός» της και άρχισε να γίνεται αμυντική και καταθλιπτική. Αν και είχε πολλούς ανθρώπους να την υποστηρίζουν – φίλους που την παρότρυναν να κοινωνικοποιηθεί, τον σύζυγό της και τα παιδιά της που προσπαθούσαν να της φτιάξουν το κέφι – τους αγνοούσε. «Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι… Ήταν ένας εφιάλτης», λέει.
Η Shaikh είχε μια σειρά από στρεσογόνους παράγοντες στη ζωή της εκείνη την εποχή: άρρωστη τη μητέρα της και την πεθερά της, έναν επώδυνο τραυματισμό στην πλάτη… Και δεν μπορούσε να επανέλθει μέχρι το 2018, όταν μια νοσοκόμα την συνέδεσε με την Joanne Gavin, τότε συνεργάτιδα των κοινοτικών και εθελοντικών υπηρεσιών της περιοχής της. «Έκλαιγε την πρώτη φορά που τη γνώρισα», θυμάται η Gavin.
Καθώς σιγά σιγά την γνώριζε περισσότερο, έμαθε κάποια πράγματα για τη γυναίκα πίσω από τα δάκρυα, όπως το γεγονός ότι εργαζόταν από τα 16 της χρόνια. Έτσι, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη δουλειά της ως βοηθού υγειονομικής περίθαλψης εξαιτίας του τραυματισμού της στην πλάτη, αυτή η απουσία – όπως διαισθάνθηκε η Gavin – την πονούσε ακόμη περισσότερο από τον σωματικό πόνο. «Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πόσο άσχημα επηρεάζει τους ανθρώπους το να μην εργάζονται», λέει η Gavin.
Κοιτάζοντας πίσω σε εκείνη την εποχή, η Shaikh συμφωνεί. «Απλώς ένιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για κανέναν και υπήρχαν μέρες που κοιτούσα έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουν να τα τελειώσω όλα», λέει. Ο σύζυγός της και η κόρη της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να λάβει κάθε δυνατή φροντίδα: δεκάδες γιατροί, φάρμακα για την κατάθλιψη και διαφορετικές μορφές θεραπείας. Αλλά τίποτα δεν έκανε κλικ μέχρι που η Gavin βοήθησε την Shaikh να δει ότι αυτό που πραγματικά χρειαζόταν ήταν μια ευκαιρία να νιώσει ξανά ο εαυτός της.
Της πρόσφερε λοιπόν μια κοινωνική συνταγή με στόχο να τη βοηθήσει να κάνει ακριβώς αυτό: μια θέση εθελοντή διαχειριστή γραφείου στο Lagan’s Foundation, μια φιλανθρωπική οργάνωση που υποστηρίζει παιδιά με προβλήματα διατροφής και καρδιάς, όπου η Shaikh θα μπορούσε να διοχετεύσει τη φροντίδα της για τους άλλους σε κάτι μεγαλύτερο. Το λάτρεψε αμέσως! Ήταν μια ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητές της με τους ανθρώπους χωρίς να ασκεί σωματικό στρες στην πλάτη της. Το Ίδρυμα τελικά δημιούργησε μια θέση για να εργαστεί εκεί με πλήρη απασχόληση.
«Αν δεν με είχαν παραπέμψει στη Τζοάν, δεν ξέρω τι θα είχα κάνει», λέει η Shaikh. Οι δυο τους παραμένουν φίλες και διατηρούν στενή επαφή. «Μου άλλαξε εντελώς τη ζωή και αυτό δείχνει πώς ένα άτομο που ήθελε να αυτοκτονήσει μπορεί τώρα να ζει μια φυσιολογική ζωή όπως όλοι».
O Frank Frost και η Akeela Shaikh δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Δεκάδες ανώνυμοι δικαιούχοι έχουν ιστορίες επιτυχίας να μοιραστούν: Η «Lucy», μια μοναχική γυναίκα στα 60 της από το Κορκ, βρήκε την απαραίτητη συντροφιά μέσω μιας τοπικής ομάδας χειροτεχνίας. Η «Susan», μια 27χρονη ανύπαντρη μητέρα από το Μάντσεστερ, «ξαναπήρε τη ζωή της στα χέρια της» όταν ο συνταγογράφος της τη βοήθησε να βρει ασφαλή στέγαση και δουλειά. Ο «Ray», ένας 50χρονος που πάλευε με τον αλκοολισμό και το άγχος, βρήκε παρηγοριά μέσω του YMCA και του πρόθυμου να τον ακούσει συνταγογράφου του.
Αλλά οι πολύ διαφορετικές συνθήκες και συνταγές όλων αυτών, καθιστούν δύσκολο να μετρηθεί ο μεγάλης κλίμακας αντίκτυπος της κοινωνικής συνταγογράφησης. Μελέτες και αναφορές την έχουν συνδέσει με χαμηλότερες εισαγωγές στα επείγοντα, λιγότερες επακόλουθες επισκέψεις σε γιατρό και καλύτερα αποτελέσματα ασθενών. Μία πιλοτική έρευνα στο Rotherham ανέφερε μια απόδοση επένδυσης 50p για κάθε επενδυμένη λίρα Αγγλίας, αλλά προέβλεψε ότι αυτό θα αυξανόταν κάθε χρόνο καθώς τα οφέλη πιθανότατα θα παραμείνουν μακροπρόθεσμα, με απόσβεση του κόστους μετά από δύο χρόνια και μεγαλύτερες εξοικονομήσεις στη συνέχεια.
Αλλά ενώ οι τοπικοί πιλότοι δείχνουν προοπτικές, πολλαπλές συστηματικές ανασκοπήσεις υποδηλώνουν ότι η προσέγγιση χρειάζεται πιο ισχυρά και ομοιόμορφα στοιχεία για να θεωρηθεί ένα πραγματικά αποτελεσματικό, άξιο για επένδυση εγχείρημα. Όσον αφορά στην εμφάνιση αποτελεσμάτων, μια από τις μεγαλύτερες αρετές της κοινωνικής συνταγογράφησης – η έντονα προσωπική της φύση – μπορεί επίσης να είναι και το μεγαλύτερο ελάττωμά της. «Η κοινωνική συνταγογράφηση υποστηρίζεται και εφαρμόζεται ευρέως, αλλά τα τρέχοντα στοιχεία δεν παρέχουν επαρκείς λεπτομέρειες για να κρίνουν είτε την επιτυχία της είτε τη σχέση ποιότητας / τιμής», καταλήγει μια μελέτη του 2017. «Εάν η κοινωνική συνταγογράφηση πρόκειται να πραγματοποιήσει τις δυνατότητές της, μελλοντικές αξιολογήσεις θα πρέπει να μπορούν να συγκριθούν ως προς τον σχεδιασμό και να λαμβάνουν υπόψη πότε, από ποιον, για ποιον, πόσο καλά και με τι κόστος».
Οι Everington και Mawson, ωστόσο, προειδοποιούν πως δεν πρέπει να διακυβεύεται η ακεραιότητα της προσέγγισης εξαιτίας της ανάγκης για πιο συγκεκριμένα δεδομένα. «Οι άνθρωποι στην κυβέρνηση θέλουν πάντα να βλέπουν κάτι που είναι τακτοποιημένο και εύκολα αναπαράξιμο και δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που πραγματικά αναπαράγεται είναι ένα σύνολο αξιών που βοηθά τους ανθρώπους να ακολουθήσουν τα ενδιαφέροντά τους», λέει ο Everington. Ο Mawson υποστηρίζει ότι η λήψη καλών δεδομένων και η διατήρηση του τοπικού ελέγχου δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα. Φαντάζεται μια βάση δεδομένων τύπου Uber ή AirBnB, μέσω της οποίας οι δικαιούχοι κοινωνικής συνταγογράφησης θα μπορούσαν να βαθμολογήσουν τις εμπειρίες τους. «Με αυτόν τον τρόπο, η τοπική κοινότητα ενισχύεται και χρηματοδοτείται για να φροντίζει τον εαυτό της, ενώ λαμβάνονται δεδομένα σε πραγματικό χρόνο σχετικά με τη δραστηριότητα που χρηματοδοτείται και τι αντίκτυπο έχει», λέει ο Mawson. Πιστεύει ότι η χρηματοδότηση πρέπει να πηγαίνει απευθείας στην συνταγογραφημένη κοινωνική δραστηριότητα, όχι μόνο στους εργαζόμενους – συνδετικούς κρίκους και σίγουρα όχι σε αυτό που αποκαλεί «ακριβά έγγραφα διασφάλισης που κανείς δεν διαβάζει».
Αυτή η τοπική αυτονομία μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα κρίσιμη εάν, για παράδειγμα, μια πανδημία διαταράξει πλήρως τις συνήθεις δραστηριότητες. Η Eithne Foley, κοινωνική συνταγογράφος στο Le Cheile Family Resource Center κοντά στο Cork της Ιρλανδίας, εργαζόταν εκεί μόλις δύο μήνες προτού ο Covid-19 ανατρέψει τη συνήθη ρουτίνα της να συναντά άτομα από κοντά, για περισσότερες από έξι συνεδρίες πριν τους συνδέσει με μια τοπική κοινωνική ομάδα.
Όταν ο Covid έκλεισε αυτές τις ομάδες, η Foley και οι συνάδελφοί της έγιναν δημιουργικοί, προσφέροντας «καφετέριες Zoom υγείας και ευεξίας», κάθε εβδομάδα με διαφορετικό θέμα, για να βοηθήσουν στην τόνωση του δεσμού διαδικτυακά. Όπως λέει, η προσφορά του Zoom ενθάρρυνε επίσης νέους ανθρώπους να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένων μερικών που ένιωθαν πολύ άβολα να εμφανιστούν από κοντά ή που ζούσαν πολύ μακριά. «Εάν υπήρχε μια ομάδα πλεξίματος, παλαιότερα μπορούσαν να παρευρεθούν μόνο άτομα από κοντινή απόσταση», λέει. Ωστόσο, η Foley γνωρίζει ότι τα διαδικτυακά γεγονότα προσελκύουν μια ομάδα ατόμων που το επιλέγουν μόνοι τους και ότι τίποτα δεν αντικαθιστά τη σύνδεση πρόσωπο με πρόσωπο. Και ύστερα υπάρχει το γεγονός ότι σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο.
Τον Αύγουστο του 2020, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου απένειμε στην Εθνική Ακαδημία Κοινωνικής Συνταγογράφησης 5 εκατομμύρια λίρες για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών επιπτώσεων του Covid. Τον Δεκέμβριο, έδωσε άλλα 5,5 εκατομμύρια λίρες σε επτά οργανώσεις οι οποίες διευκολύνουν τις κοινωνικές συνταγές που βασίζονται στη φύση -από έργα δενδροφύτευσης έως κοινοτική κηπουρική- με πιλοτικές εφαρμογές να ξεκινούν σε όλο το 2021. Στόχος είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία του κορονοϊού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές, άτομα με ψυχικές παθήσεις και μειονοτικές κοινότητες.
Στο Νότιο Γιορκσάιρ, όπου εδρεύει μία από τις επτά οργανώσεις, η Madvee Seechunder καταλαβαίνει τι μπορεί να κάνει αυτή η σύνδεση με τη φύση – και τους άλλους ανθρώπους. Λέει ότι η πανδημία την έκανε να νιώθει πιο μόνη από ποτέ, καθώς δεν είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο, καμία τηλεφωνική υπηρεσία και μιλούσε περιορισμένα αγγλικά. Αυτό που είχε όμως ήταν η λαχτάρα να γνωρίσει ανθρώπους και να μάθει νέα πράγματα. Η κοινωνική συνταγογράφος της, Debbie Bishop, η οποία συνεργάζεται με την South Yorkshire Housing Association, την συνέδεσε αμέσως με ένα δωρεάν τηλέφωνο στο διαδίκτυο και τη σύστησε στο τοπικό κέντρο δραστηριοτήτων γυναικών, όπου μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα αγγλικής γλώσσας και πληροφορικής. Της βρήκε επίσης μία δωρεάν θέση σε μια τοπική εκδρομή της «Empowered in Nature» (Ενδυνάμωση στη Φύση), όπου συμμετείχε σε ένα εργαστήριο ενσυνειδητότητας που προσφέρει χειροτεχνίες, μαγείρεμα και συζήτηση στο δάσος.
«Έβλεπα μέρη του Γιορκσάιρ που δεν είχα ξαναδεί και γνώρισα ανθρώπους που βιώνουν κι εκείνοι άγχος και κατάθλιψη», λέει η Seechunder. «Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι όλοι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα ψυχικής υγείας και ένιωσα φυσιολογική».
Ο Frank Frost τώρα ηγείται της ομάδας ποδηλασίας με την οποίο είχε συνδεθεί για πρώτη φορά μέσω της κοινωνικής συνταγής του και μάλιστα κατά καιρούς βοηθά τον Hart να διδάξει τους εισερχόμενους φοιτητές ιατρικής σχετικά με την κοινωνική συνταγογράφηση. «Φερόμουν απαίσια στο σώμα μου όταν ήμουν νεότερος και αν μπορώ να το κάνω εγώ, μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε», λέει. Αλλά αναγνωρίζει ότι χρειάστηκαν χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσει τι ήταν δυνατό. «Δεν κατηγορώ κανέναν, αλλά το NHS είναι ένας τεράστιος μονόλιθος», λέει. «Χρειάζεται πολύς χρόνος για να κατανοήσουν ότι υπάρχει κάτι καινούριο και θα ήθελα όλοι στο NHS να ήταν σαν τον Όλι».
Τώρα, ο Hart – μαζί με τους Sekeram, Everington και άλλους ειδικούς της κοινωνικής συνταγογράφησης στο Ηνωμένο Βασίλειο – συμβουλεύει άλλα συστήματα κοινωνικής συνταγογράφησης σε ολόκληρο το έθνος και τον κόσμο. Ένα τέτοιο μέρος είναι το Οντάριο του Καναδά, όπου η Συμμαχία για Υγιέστερες Κοινότητες εγκαινίασε ένα πιλοτικό εγχείρημα κοινωνικής συνταγογράφησης το 2018 και σημείωσε μείωση της μοναξιάς κατά 49% μεταξύ των περισσόερων από 1.100 συμμετεχόντων. Η Kate Mulligan, η οποία επέβλεψε το πρότζεκτ και διευθύνει την πολιτική και τις επικοινωνίες του κέντρου, λέει ότι αυτές οι πληροφορίες ενέπνευσαν τα «υποστηρικτικά περιγράμματα» που προσφέρονται τώρα στα αναδυόμενα κατά τόπους κέντρα για τεστ Covid. «Την ώρα που κάνετε το τεστ, εξετάζεστε επίσης για κοινωνική απομόνωση και άλλους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες για την υγεία», λέει. «Είναι σαν να είστε εδώ για ένα επείγον περιστατικό, αλλά μιας και είστε εδώ, ας βεβαιωθούμε ότι έχετε ό,τι χρειάζεστε», και αυτό μπορεί να είναι πολύ σημαντικοί υλικοί καθοριστικοί παράγοντες για την υγεία, όπως το φαγητό, αλλά μπορεί επίσης να είναι και η σύνδεση με μία υποστηρικτική κοινότητα».
Η Αυστραλία είχε παρόμοιες επιτυχίες. Η Jayne Nelson, Διευθύνουσα Σύμβουλος της κοινοτικής υπηρεσίας υγείας IPC Health, λέει ότι εμπνεύστηκε από το έργο της Mulligan και διαμόρφωσε ένα αντίστοιχο πρότζεκτ στη Μελβούρνη. Αν και μικρότερης κλίμακας, η πιλοτική εφαρμογή του διαπίστωσε ότι και οι 200 συμμετέχοντες που παραπέμφθηκαν σε μια κοινωνική συνταγή αισθάνονταν πιο αισιόδοξοι για το μέλλον, πιο στενά συνδεδεμένοι με άλλους και πιο ικανοί να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους.
Η κοινωνική συνταγογράφηση έχει εξαπλωθεί επίσης στη Φινλανδία, τη Νότια Κορέα, την Ολλανδία, τις Φιλιππίνες και άλλα μέρη. Καθώς περισσότεροι τοπικοί και παγκόσμιοι ηγέτες προσπαθούν να την εφαρμόσουν στις δικές τους περιφέρειες, ο ιδρυτής της, γιατρός Everington τους παροτρύνει να έρθουν και να δουν την κοινωνική συνταγογράφηση σε δράση, μέσα από τις ιστορίες ασθενών που τη βιώνουν.
Η ιστορία που συνήθως αναφέρει ο ίδιος, αφορά έναν ασθενή τον οποίον έβλεπε πριν από τέσσερα χρόνια, όπου μια κοινωνική συνταγή τους οδήγησε και τους δύο σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. «Σταθμός Stratford, πλατφόρμα 8», θυμάται.
Ο ασθενής είχε καρκίνο σε τελικό στάδιο. Αντί όμως να ασχοληθεί με το «τι του συνέβαινε», ο Everington πέρασε τις υπόλοιπες μέρες του άντρα επικεντρωμένος σε ό,τι είχε σημασία για αυτόν: την οικογένειά του, την καριέρα του και τα τεχνουργήματά του (θυμάται την ιδιαίτερη υπερηφάνειά του για ένα μπουκάλι ουίσκι 50 ετών). «Μου είπε ότι ήταν σπουδαίος στην παρακολούθηση τρένων και ήθελε να το δοκιμάσει μια τελευταία φορά», λέει.
Και έτσι, ο Everington ακολούθησε αυτό το πάθος του ασθενή του με μια συνταγή για τις οποίες δεν τον είχαν εκπαιδεύσει στην ιατρική σχολή. Μαζί με την κόρη του ασθενούς βρήκαν ένα αναπηρικό αμαξίδιο και πραγματοποίησαν την τελευταία του ευχή: μια τελευταία ευκαιρία να παρακολουθήσει τα τρένα στην πλατφόρμα 8, μπροστά στα αγαπημένα του πρόσωπα, προτού πεθάνει λίγες μέρες αργότερα. Το ταξίδι αυτό μπορεί να μην ήταν σε θέση να βοηθήσει με τη σωματική του ασθένεια, αλλά έκανε κάτι άλλο.