Ωστόσο, για άλλη μία φορά οι συγκυρίες και τα γεγονότα υπερβαίνουν τους σχεδιασμούς των πολιτικών. Είναι ακριβώς η Μ. Ανατολή εκείνη που θα σφραγίσει, κατά τα φαινόμενα, την προεδρία του Ομπάμα, με ορόσημο την ιστορική προσέγγιση ΗΠΑ - Ιράν, καρπός της οποίας υπήρξε η συμφωνία που επετεύχθη στη Λωζάννη, την περασμένη Πέμπτη, για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Είναι αλήθεια ότι πρόκειται μόνο για προκαταρκτική συμφωνία-πλαίσιο, η οποία πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί και να επικυρωθεί οριστικά μέχρι τις 30 Ιουνίου. Κάποια σημαντικά ζητήματα, όπως η πιθανή άρση του εμπάργκο όπλων στο Ιράν, που έχει επιβληθεί από τον ΟΗΕ, και πλήθος τεχνικών λεπτομερειών, μένουν ακόμη σε εκκρεμότητα. Το κυριότερο, ο δρόμος προς την τελική συμφωνία παραμένει ναρκοθετημένος από εκείνους που θα ήθελαν να την ανατινάξουν ― και δεν είναι ούτε λίγοι ούτε ασήμαντοι.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου ήδη διεμήνυσε στον Ομπάμα ότι θεωρεί τη συμφωνία «υπαρξιακή απειλή» για το κράτος του. Η Σαουδική Αραβία, βασικός αντίπαλος του Ιράν στον Κόλπο, δυσφορεί. Τέλος, οι Ρεπουμπλικανοί που ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τη διαδικασία, ψηφίζοντας νέες κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης. Αλλά και στο Ιράν, παρά την ευφορία που προκάλεσε στην κοινή γνώμη η προοπτική άρσης των κυρώσεων, δεν έλειψαν οι πρώτες βολές σκληροπυρηνικών κατά της συμφωνίας.
Παρότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί, το ενδεχόμενο του εκτροχιασμού δεν διαγράφεται πολύ πιθανό. Ο Ομπάμα έχει τη δυνατότητα να «πουλήσει» στο αμερικανικό κατεστημένο μια συμφωνία που εξασφαλίζει εγγυήσεις ότι το Ιράν δεν θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Πράγματι, η Τεχεράνη δέχθηκε να θέσει εκτός λειτουργίας τα δύο τρίτα των συσκευών φυγοκέντρισης που παράγουν πυρηνικό καύσιμο, να μειώσει το επίπεδο εμπλουτισμού ουρανίου σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα που απαιτεί η παραγωγή ατομικής βόμβας, να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα στον υπόγειο πυρηνικό αντιδραστήρα του Φορντόου και να υφίσταται στο εξής αυστηρότατους ελέγχους από τη διεθνή κοινότητα.
Από την πλευρά του, ο μετριοπαθής Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί μπορεί να υπολογίζει σε ευρεία εσωτερική υποστήριξη, καθώς η επικύρωση της συμφωνίας θα σημάνει, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, την πλήρη άρση των κυρώσεων, οι οποίες -σε συνδυασμό με τη ραγδαία πτώση της τιμής του πετρελαίου- έχουν επιφέρει βαρύ πλήγμα στην ιρανική οικονομία.
Ο ιστορικός του μέλλοντος ίσως κατατάξει το άνοιγμα του Ομπάμα προς το Ιράν δίπλα στην ιστορική προσέγγιση των Νίξον - Κίσινγκερ προς τη μαοϊκή Κίνα ― στρατήγημα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του Ψυχρού Πολέμου.
Ενεργειακή απεξάρτηση
Επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ στήριζαν την περιφερειακή στρατηγική τους στη Μ. Ανατολή σε δύο σταθερούς πυλώνες: το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Η αξιοποίηση της μεθόδου εξαγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου μείωσε δραματικά την εξάρτηση της Αμερικής από τους υδρογονάνθρακες της Μ. Ανατολής. Ταυτόχρονα, ο βασικός εχθρός των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή εντοπίζεται πλέον στους σουνίτες τζιχαντιστές, τύπου Αλ Κάιντα και «Ισλαμικού Κράτους», αρκετοί εκ των οποίων ενισχύθηκαν από κύκλους της Σαουδικής Αραβίας και άλλων σουνιτικών κρατών.
Απέναντι στον κύριο εχθρό της στιγμής, το σιιτικό Ιράν και οι σύμμαχοί του βρίσκονται εξ αντικειμένου στην ίδια πλευρά με την Αμερική. Αυτές τις ημέρες, τα υποστηριζόμενα από τις ΗΠΑ στρατεύματα του Ιράκ πολεμούσαν μαζί με τις σιιτικές πολιτοφυλακές, τις οποίες συντόνιζε ο Ιρανός στρατηγός Σολεϊμανί, για την απελευθέρωση της Τικρίτ από το «Ισλαμικό Κράτος». Ακόμη και ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ Ασαντ, προβάλλει ως το λιγότερο κακό για την Ουάσιγκτον. Τέλος, η επιστροφή του Ιράν από την «καραντίνα» θα κορυφώσει την πίεση προς τη Ρωσία, προσφέροντας εναλλακτικές λύσεις για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών σειράς κρατών.
Ασφαλώς, ΗΠΑ και Ιράν δεν θα γίνουν ξαφνικά αδελφικοί φίλοι ενταφιάζοντας εν μια νυκτί 36 χρόνια αντιπαλότητας. Την ώρα που στη Λωζάννη πανηγύριζαν την ιστορική συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, στην Υεμένη η Σαουδική Αραβία, με την ανοχή αν όχι και την παρότρυνση των Αμερικανών, βομβάρδιζε ανηλεώς τους σιίτες αντάρτες, συμμάχους του Ιράν, που έχουν καταλάβει την πρωτεύουσα.
Με αφορμή την κρίση της Υεμένης, τα ισχυρότερα σουνιτικά κράτη της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου και της Ιορδανίας, δημιουργούν δύναμη ταχείας επέμβασης, ένα είδος «αραβικού ΝΑΤΟ», ενώ Ιράκ, Συρία και Λίβανος τείνουν να συμπράξουν σε ένα «σιιτικό τόξο» με επικεφαλής το Ιράν. Αλλά ο κυριότερος παράγοντας αβεβαιότητας βρίσκεται ίσως μέσα στο ίδιο το Ιράν. Το ερώτημα που τίθεται είναι από πού θα αντλεί νομιμοποίηση το σημερινό ισλαμικό καθεστώς, από τη στιγμή που θα έχει εκλείψει η ορατή εξωτερική απειλή του «μεγάλου σατανά», και το Ιράν με την εκτεταμένη μεσαία τάξη και τη μορφωμένη δυτικότροπη νεολαία γίνει μια «κανονική» χώρα;
www.kathimerini.gr