Και δικαίως, αφού μόλις το τρίτο τρίμηνο του 2024, οι εταιρείες του κλάδου άντλησαν παγκοσμίως κοντά στα 19 δισ. δολ. από κορυφαίους επενδυτές, συγκεντρώνοντας όλο το ενδιαφέρον πάνω τους. Κάποιες το πέτυχαν ακόμη και μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυσή τους ή λίγο διάστημα πριν τελειοποιήσουν το προϊόν τους.
Μία από αυτές, η Resolve AI, έρχεται να λύσει τα χέρια των μηχανικών λογισμικού, που, μεταξύ άλλων, σαν άγρυπνοι φρουροί παραμονεύουν για να εντοπίσουν τυχόν αρρυθμίες στα συστήματα. Με την τεχνολογία της, τους γλιτώνει χρόνο, αλλά και… στρες. «Εχουμε δημιουργήσει ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που ουσιαστικά κάνει τη δουλειά ενός developer», λέει στην «Κ» ο Σπύρος Ξάνθος. Ο ίδιος μαζί με τον Ινδό Μαγιάνκ Αγκαρβάλ, τον οποίο γνωρίζει περίπου 20 χρόνια, δημιούργησαν την εταιρεία τον Φεβρουάριο του 2024. Εδρα της το Σαν Φρανσίσκο. «Εάν δηλαδή παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα σε μία εφαρμογή ή σε ένα σύστημα που βρίσκεται σε λειτουργία, με κίνδυνο ακόμη και να κρασάρει, η πλατφόρμα μας κάνει έρευνα, παρακολουθεί τα metrics, τα dashboards κ.λπ. και σχεδόν αυτόνομα ελέγχει τα πάντα μέχρι να δώσει τη λύση στον μηχανικό και εκείνος να την εκτελέσει». Η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται σε λιγότερο από ένα λεπτό την ώρα, που για ένα συμβάν developers μπορεί να αφιερώσουν ακόμη και ώρες.
«Εάν το πρόβλημα (π.χ. λάθος στον κώδικα, λάθος ρύθμιση στο σύστημα με αποτέλεσμα π.χ. η εφαρμογή να είναι πιο αργή) επιδεινώνεται, τότε μπορεί να χρειαστούν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι για να επιλυθεί», εξηγεί. Με την τεχνολογία της, ο χρόνος επίλυσης προβλημάτων –ακόμη και σοβαρών– μειώνεται έως και πέντε φορές ενώ η παραγωγικότητα των λεγόμενων «on call» developers, όσων δηλαδή είναι στις επάλξεις για παν ενδεχόμενο, αυξάνεται κατά 75%. Μιλώντας για την ΑΙ, επισημαίνει ότι «η τεχνητή νοημοσύνη δεν βοηθάει μόνο τους μηχανικούς να γράψουν κώδικα ή να αναπτύξουν πιο γρήγορα νέες και πολλές εφαρμογές. Πρέπει όλες αυτές κάποιος να τις τρέξει σωστά και άμεσα». Με λίγα λόγια, «εάν κάτι πάει λάθος στην υποδομή ή στο σύστημα, το μοντέλο ΑΙ που έχουμε αναπτύξει το εξετάζει και δίνει απάντηση πριν ακόμη συνδεθεί ένας μηχανικός για να δει τι συμβαίνει». Η τεχνολογία της βρίσκεται στα τελικά στάδια ολοκλήρωσης και ήδη η ζήτηση για την υπηρεσία είναι μεγάλη, σημειώνει.
Ολα αυτά σε συνδυασμό με την ισχυρή ομάδα της κέντρισαν το ενδιαφέρον venture capital funds αλλά και στελεχών, «γκουρού» του κλάδου της τεχνολογίας. Μόλις οκτώ μήνες μετά την ίδρυσή της και πριν καλά καλά βγει στην αγορά, η εταιρεία κατάφερε να αντλήσει 35 εκατ. δολάρια από κορυφαίους επενδυτές, μεταξύ των οποίων ο ιδρυτής του LinkedIn, Ριντ Χόφμαν, ο επικεφαλής μηχανικής της Open AI, Σρινίβας Nαραγιανάν, ο επικεφαλής επιστημονικών υποθέσεων της Google, Tζεφ Ντιν, και άλλες 13 μεγάλες προσωπικότητες από τον χώρο της τεχνολογίας. Ανάμεσά τους διακρίνονται επίσης ο Πολ Ντόχερτι, CTO στην Accenture, και ο Ματ Γκάρμαν, CEO στην Amazon Web Services, κ.ά. Μεγάλη συνεισφορά στη συγκεκριμένη χρηματοδότηση είχε και το αμερικανικό Greylock, ένα από τα δημοφιλέστερα venture capital fund της Σίλικον Βάλεϊ.
«Εμείς αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα καλύτερα, πιο γρήγορα, έχουμε καλύτερη τεχνολογία και ομάδα», απαντά ο κ. Ξάνθος, εξηγώντας το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα έναντι άλλων παικτών. «Με την τεχνολογία μας, δεν χρειάζεται οι developers να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα για να λύσουν ένα έκτακτο ζήτημα», υποστηρίζει, μιλώντας και για τις δυνατότητες της –για πολλούς αμφιλεγόμενης– νέας γενιάς τεχνητής νοημοσύνης, γνωστής ως gen AI. «Κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Ναι μεν έχει κάποιο κόστος, δηλαδή να χαθούν κάποιες θέσεις εργασίας ωστόσο, από την άλλη θα δημιουργηθούν άλλες τόσες. Τα πλεονεκτήματα, δηλαδή, τελικά είναι αρκετά περισσότερα».
Ο κ. Ξάνθος σπούδασε πληροφορική στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι για διδακτορικό στην επιστήμη υπολογιστών, το οποίο τελικά παράτησε για να φτιάξει την πρώτη του εταιρεία. Αυτή εξαγοράστηκε από τη VMware. Αργότερα ακολούθησαν και άλλα εγχειρήματα, με τελευταία την εταιρεία Omnition, την οποία απορρόφησε η Splunk.