Ὁ Μανώλης Γλέζος μέ τήν ἄρτια, ὁλοκληρωμένη καί ἰσχυρή προσωπικότητά του σέ συνδυασμό μέ τούς πολυετεῖς ἀγῶνες του τόσο γιά την ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῶν Γερμανῶν κατακτητῶν καί τήν ἀνάκτηση τοῦ πολύτιμου ἀγαθοῦ τῆς ἐλευθερίας όσο καί στή συνέχεια γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς Δημοκρατίας, σφράγισε τόν τόπο μας καί τήν νεώτερη σύγχρονη ἱστορία μας μέ τό ἀκέραιο ἦθος του καί τήν συνέπεια στίς ἀρχές του. Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ ἡ κορυφαία ἀντιστασιακή πράξη τοῦ νεαροῦ τότε Μανώλη Γλέζου νά ὑποστείλει ἀπό τόν ἱστό τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν τήν σημαία τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας. Ἀλλά καί στή διάρκεια ὅλης τῆς μεταπολιτευτικῆς περιόδου καί μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, παρά τό βαθύ του γῆρας, μέ πλήρη πνευματική διαύγεια καί νεανικό σφρίγος, ἀγωνίστηκε μέ κάθε τρόπο γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀδελφοσύνης μεταξύ τῶν λαών ἀλλά καί μεταξύ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων, καταθέτοντας παράλληλα τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη του στήν Ἐκκλησία μας καί προβάλλοντας τήν μοναδική προσφορά τῆς Ὀρθοδοξίας στήν μαρτυρική πορεία τοῦ Γένους μας.
Παράλληλα θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω γιά τόν Μανώλη Γλέζο, τόσο ὡς συμπατριώτης του ὅσο καί ὡς Ἐπίσκοπος τῆς γενετείρας του, ὅτι ἀπετέλεσε καί θά ἀποτελεῖ πάντοτε γιά ὅλους μας καύχημα σεβάσμιο καί τιμαλφέστατη παρακαταθήκη, νά τονίσω δέ ὅτι καί προσωπικά τόν σεβόμουν καί τόν τιμοῦσα σάν πατέρα μου καί πάντα μέ προσοχή παρακολουθοῦσα τόν μεστό καί σοφό λόγο του.
Τήν ἐκτίμησή μου πρός τό σεβαστό πρόσωπό του εἶχα ἐκφράσει καί πρό τριετίας περίπου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή μου γιά τήν προώθηση σέ συνεργασία μέ ὅλες τίς Ἀρχές, τούς τοπικούς φορεῖς καί σύμπαντα τόν εὐγενῆ λαό τῆς Παροναξίας (δεδομένου ὅτι ὁ ἴδιος γεννήθηκε στήν Ἀπείρανθο Νάξου ἀλλά ἡ μητέρα του καταγόταν ἀπό τήν Πάρο) τῆς προτάσεως γιά τήν ἀπονομή τοῦ βραβείου «Νόμπελ Εἰρήνης» στόν μεγάλο Ἕλληνα πατριώτη ἀλλά καί διεθνοῦς ἀναγνωρίσεως ἀγωνιστή τῆς εἰρήνης καί τῆς συμφιλίωσης τῶν λαῶν. Στό σημείο αὐτό θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατόπιν προτάσεώς του καί σχετικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ εἶχε ἀπονείμει τόν Μεγαλόσταυρο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μετά ἀστέρος, πού ἀποτελεί τήν ἀνώτατη τιμητική διάκριση τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας, σέ μιά πανηγυρική τελετή στήν κατάμεστη αἴθουσα συνεδριάσεων τῆς Ἱεραρχίας στό Συνοδικό Μέγαρο. Ὁ ἴδιος μέ πολλή χαρά καί συγκίνηση εἶχε ἀποδεχθεῖ αὐτή τήν τιμή καί εἶχε ἀπευθύνει λόγο εὐχαριστίας, μεστό καί ἐμπεριστατωμένο, μέ ἰδιαίτερα ἐπαινετικά λόγια γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Δυστυχῶς οἱ παροῦσες δύσκολες συνθῆκες καί τά δικαιολογημένα αὐστηρά μέτρα ἀποτροπῆς τῆς διασπορᾶς τοῦ κορωνοϊοῦ δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά φύγω ἀπό τό νησί καί νά μεταβῶ στήν Άθήνα, ὄπου θά τελεσθεῖ ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, στήν ὀποία πολύ θά ἤθελα νά συμμετάσχω. Θά τελέσω ὄμως τήν ἴδια ὤρα ἐπιμνημόσυνο Τρισάγιο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του.
Προσεύχομαι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου νά τόν ἀναπαύσει «ἔνθα οἱ Δίκαιοι ἀναπαύονται» καί νά παρηγορεῖ τούς οἰκείους του. Εὔχομαι δέ νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς Παροναξίας ἀλλά καί τούς Πανέλληνες, ἰδιαίτερα γιά τούς νέους μας πού πολύ ἀγαποῦσε, ἕνα διαχρονικό πρότυπο γενναίου, ἀνιδιοτελοῦς καί ἁγνοῦ πατριώτη.
† Ο ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ