Κατοχή και Εμφύλιος, τα δράματα της Ιστορίας διαδέχτηκαν αμείλικτα το ένα το άλλο και η σκληρή, ανηλεής στέρηση ήταν βίωμα της καθημερινότητας για την πλειονότητα των παριανών που στέναζαν πενόμενοι κάτω από το τραχύ μαστίγιο της πείνας που τους έδερνε αλύπητα και κατέτρωγε τις αντοχές τους.
Διέξοδος της ανάγκης το μπαρκάρισμα για αναζήτηση της μοίρας σε άλλους τόπους αλλά και οι εξοχές της Πάρου όπου οι ξωχάρηδες αγρότες βαστούσαν ακόμα κάποια ικμάδα ζωής χάρη στα κτήματά τους που τους παρείχαν τα αναγκαία. Στο αμόνι της χρείας της εποχής, σφυρηλατείται το αμοιβαίον, οι χωρικοί γίνονται δουλευτές της γης, βοηθοί των ξωχάρηδων με αντάλλαγμα λίγο καρπό, γάλα, κρέας, τυρί ή κρασί, για να ξεγελάσουν την επιβίωσή τους και να θρέψουν ολιγαρκώς τις φαμίλιες τους. Τα λιγοστά αγαθά του κατευνασμού της στέρησης από τις εξοχές της Πάρου απλώνονταν στα χωριά του νησιού και οι ξωχάρηδες αγρότες την εποχή εκείνη γίνονται μοιραία οι πρωτογενείς τροφοδότες ζωής για τους μη έχοντες.
Πολυμελείς οι οικογένειες της εξοχής, τσούρμο τα παιδιά της, επτά, οχτώ ίσως και περισσότερα, ανασταίνονταν από την ξωχάρισσα μάνα που ήταν η ψυχή η ακλόνητη του αγροτόσπιτου. Από τα δύο σκληραγωγημένα χέρια της ξερακιανής θωριάς της περνούσε όλη η λάτρα της κατοικιάς καθώς τα μέσα του τότε νοικοκυριού ήταν λιγοστά και αδήριτη η ανάγκη της ωμής χειρωναξίας. Βοηθοί της τα μεγαλύτερα συνήθως παιδιά όταν η ίδια ξυπνούσε πριν το πρώτο χάραμα της μέρας, να θηλάσει τα μικρότερα, να ετοιμάσει τα πρωινά των μεγαλύτερων πριν το σχολείο, να τα ντύσει και να τα ξεπροβοδίσει. Πριν στήσει το τσουκάλι στην παραστιά για το μεσημεριανό φαγητό στα ξύλα, έτρεχε να ταίσει τα κοτόπουλα και ότι άλλα ζωντανά είχε τριγύρω το σπίτι, και όσο το φαγητό έβραζε εκείνη πήγαινε να κουβαλήσει απ΄ το πηγάδι νερό με το σταμνί ή να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας, αλλά και σκεπάσματα όπως χράμια σε μια γούρνα γύρω από το πηγάδι με την πλύστρα, να γεμίσει το καζάνι με νερό ζεσταμένο με κληματόβεργες ή άλλους θάμνους ώστε να φτιάξει την αλισίβα που θα ξάσπριζε και θα απολύμανε τα πλυμένα ρούχα. Τα τοποθετούσε μετά μέσα στο πλεγμένο από αλυγαριά ή καλαμένιο κάνιστρο, τα άπλωνε και όταν τα μάζευε στεγνά γέμιζε το βαρύ σίδερο με ξυλοκάρβουνο που έφτιαχνε μόνη της αφού πλάνταζε όπως έλεγαν τότε τα αναμμένα ξύλα για να μην γίνουν στάχτη.
Από τα δυνατά χέρια της ξωχάρισσας ζυμωνόταν ο άρτος της οικογένειας από σιτάρι, κριθάρι ή μιγάδι στην ξύλινη σκάφη, αφού προηγουμένως το αλεύρι είχε κοσκινιστεί και είχε ετοιμαστεί το προζύμι από πιτιά. Κατόπιν πλάθονταν τα ψωμιά στο πλαστήρι, τοποθετούνταν σε ζεστό μέρος για ανέβουν όπως έλεγαν, και τέλος τα φούρνιζαν στο φούρνο αφού τον είχαν ανάψει με θάμνους, είχαν πετάξει με το φουρνόξυλο την πυρακτωμένη στάχτη στον καρβουνόλακκα και τον είχαν καθαρίσει με τον υγρό πανιστή.
Άοκνα η ίδια συχνά γαλάκτιζε το σπιτικό της με ασβέστη για καθαριότητα και απολύμανση, φρόντιζε για τη σφαγή και το μάδημα των πουλερικών, το κόψιμο της φάβας, το καβούρδισμα και το κόψιμο του ρεβιθού για τον ρεβιθοκαφέ, την παρασκευή του πετιμεζιού για τα γλυκίσματα, το στέγνωμα και το ψήσιμο της σταφίδας, το ψήσιμο των σύκων και το στέγνωμα των τυριών στις πλάκες δεξιά και αριστερά από τις πόρτες και τα παράθυρα.
Πριν από το στέγνωμα είχε προηγηθεί το καθημερινό τυροκομειό με το ζέσταμα του γάλακτος σε ξύλα, και την παρασκευή του κεφαλοτυριού που τοποθετούνταν με τάξη σε πήλινη κουρούπα με άλμη αλλά και της μυζήθρας.
Ακόμα πρωινή ήταν η ώρα του τυροκομειού και πριν καλά καλά η γυναίκα τελειώσει τη δουλειά της, ξεπρόβαλλαν συνήθως στη θέα της ρακένδυτα παιδιά ή ενδεείς μεγαλύτεροι με το συρφετό στο χέρι. «Θειά έχεις να μου δώσεις κάτι;» της έλεγαν. Γνώριζαν τι ώρα συνήθως τυροκομούσε η κάθε νοικοκυρά και θέλοντας να ξεγελάσουν την πείνα τους άπλωναν τον συρφετό, το κύπελό τους δηλαδή, που η γυναίκα το γέμιζε με τσίρο και λίγη μυζήθρα ή λίγο κεφαλοτύρι με ελάχιστο ψωμί. Οι πεινασμένοι έτρωγαν επί τόπου όσα τους φίλευε η νοικοκυρά και έπαιρναν συνήθως κάτι μαζί τους για την υπόλοιπη οικογένειά τους.
Όπως μάλιστα διηγείται ένα από αυτά τα παιδιά που σήμερα βρίσκεται στην ένατη δεκαετία της ζωής του, λίγο μετά αφότου είχαν πιεί τον αλατισμένο τσίρο και είχαν απομακρυνθεί από το φιλόξενο αγροτόσπιτο υπέφεραν σχεδόν πάντα από διάρροια! Η δυστυχία όμως και η πείνα οδηγούσε ξανά τα βήματά τους στις κατοικιές τις επόμενες ημέρες! Περαστικοί επισκέπτονταν τα αγροτόσπιτα και τις ημέρες που οι νοικοκυρές ζύμωναν και τους πρόσφεραν ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί, αλλά και κάθε σχεδόν μεσημέρι όταν η οικογένεια έτρωγε στο στενόμακρο τραπέζι εν πλήρη απαρτία. Όλα τα παιδιά, ο πατέρας, ο παραγιός ή όποιοι δούλευαν μέσα στο σπιτικό.
Η ξωχάρισσα έπαιρνε τότε το πήλινο τσουκάλι ή το χάλκινο ταψί και άφηνε μια κουτάλα φαγητό πρώτα τα παιδιά και κατόπιν στους μεγαλύτερους. Αν κάποιο παιδί δεν χόρταινε και ζητούσε κι άλλο φαγητό η νοικοκυρά του έλεγε «Δεν έχω, να δύο κουταλιές μείνανε μήπως προβάλλει κανένας περαστικός». Όταν τα παιδιά ήταν όπως έλεγαν φαγανερά και η διαμαρτυρία τους συνεχιζόταν, τους έβαζε λίγο ακόμη, ωστόσο πριν η ίδια καθίσει στο τραπέζι ο περαστικός έκανε την εμφάνισή του στην πόρτα.
«Έλα κόπιασε του έλεγε» για να πάρει την απάντηση «Ε, όχι τρώτε». «Δεν πειράζει» έλεγε συνήθως η ξωχάρισσα «Περίμενε μόνο μέχρι να σηκωθεί κάποιος από το τραπέζι». Κι έτσι κατά εθιμική πλέον συνήθεια στο καθημερινό τραπέζι της οικογένειας κάθονταν συχνά ένα ή δύο πεινασμένα άτομα που χόρταιναν στο αγροτόσπιτο την πείνα τους. Από το περίσσευμα της καρδιάς της γυναίκας ταίζονταν έτσι αρκετοί άνθρωποι αλλά και μικρά παιδιά από τα χωριά που γύριζαν στις εξοχές της Πάρου αναζητώντας κάτι να κοροϊδέψουν το μαρτύριο του στομαχιού τους την εποχή εκείνη.
Όταν ο ήλιος έφθανε στη δύση του και οι καθημερινές αγροτικές δουλειές που περνούσαν από τα χέρια της ξωχάρισσας ξεψυχούσαν μαζί με την ημέρα, εκείνη ακάματη συνέχιζε. Υπό το μισοσκόταδο με το φως του λυχναριού ή της λάμπας, έγνεθε με τη ρόκα της μαλλί ή βαμβάκι για τα ρούχα των παιδιών, έπλεκε με τις βελόνες ή έραβε και μπάλωνε προσεκτικά τα ρουχαλάκια εκείνα που είχαν φθαρεί.
Η εποχή δύσκολη και τα αγαθά ελλειμματικά, μα η ξωχάρισσα με τα πολλά παιδιά και παρά τον σκληρό φόρτο της ημέρας, καθώς όλα στο σπίτι και γύρω από αυτό έπρεπε να περάσουν από τα ρωμαλέα χέρια της, έβρισκε πάντα χρόνο για να εκφράσει με τρυφερότητα την αγάπη της ως μάνα. Δεν μεμψιμοιρούσε ποτέ για τα λιγοστά καλούδια που είχε το σπιτικό της, μα δεν είχε δει και περισσότερα στον μικρόκοσμό της. Νουθετούσε με την σοφία της εμπειρίας της τα παιδιά, τα ακολουθούσε με τη σκέψη της σε κάθε τους βήμα και όταν αυτά άνοιγαν τα φτερά τους ακολουθώντας συχνά το δρόμο της μετανάστευσης, διάβαζε με δακρυσμένα μάτια τα γράμματά τους και προσευχόταν στην Παναγιά της Πάρου να τα έχει καλά και να τα ανταμώσει σύντομα.
Η παριανή ξωχάρισσα βιώνοντας καθημερινά την τραχύτητα της ζωής της εποχής εκείνης την εσωτερίκευε σε δύναμη ψυχής. Διαμορφωμένη από την πρωτογένεια του τόπου, δουλεμένη στο καμίνι της πάλης για την επιβίωση, αφουγκραζόταν τις ανάγκες των παριανών που δυστυχούσαν ζώντας χωρίς τα αναγκαία και κυρίως δίχως ένα πιάτο καθημερινό φαγητό. Την σκληρή εμπειρία που ζούσε στον περίγυρό της την μετουσίωνε σε πράξη προσφοράς, κατασταλάζοντας αγόγγυστα την σκέψη της στην αρωγή κάθε παριανού που είχε την ανάγκη της. Λίγο φαγητό είχε να δώσει αυτή η ηρωίδα της εξοχής της αλλοτινής Πάρου, η δυναμική και ευαίσθητη συνάμα γυναίκα της εξοχής που η φύση την είχε πλάσει να σκέφτεται άδολα, ανθρώπινα κι ελεύθερα και να χαίρεται τη ζωή που ο Δημιουργός της είχε δώσει.
Συχνά χόρευε, τραγουδούσε και χαιρόταν στις νυχτερινές βεγγέρες και όταν τη βάραιναν τα χρόνια και η κούραση μετά από πολλές δεκαετίες, έκανε μόνο μια ευχή: «Καλά στερνά να έχουμε» μονολογούσε με σοφή τρυφερότητα λίγο πριν σφαλίσει τα μάτια για πάντα αφού είχε γευτεί χαρές και πίκρες, ομορφιές και δυσκολίες εκεί πάντα, στην κατοικιά της, στην εστία ολόκληρου του βίου της…