Οταν στα τέλη της δεκαετίας του '70 το οικόπεδο Μακρυγιάννη επιλέχθηκε ως χώρος κατασκευής του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, λίγοι μπορούσαν να φανταστούν τη μεγάλη περιπέτεια που μόλις ξεκινούσε.
«Παρ' όλα αυτά», όπως είπε η Σταματία Ελευθεράτου σε ομιλία της στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, «το Μουσείο της Ακρόπολης ολοκληρώθηκε, το οικόπεδο Μακρυγιάννη αποκάλυψε σταδιακά τα μυστικά του και σήμερα Μουσείο και Ανασκαφή συγκροτούν ενιαίο εκθεσιακό σύνολο. Τα ερείπια της αρχαίας αθηναϊκής γειτονιάς που προβάλλουν μέσα από τα μεγάλα ανοίγματα και τα γυάλινα δάπεδα του κτιρίου συνθέτουν ένα σκηνικό που γοητεύει μικρούς και μεγάλους.
Η έγκριτη αρχαιολόγος έδωσε αδρό και ενδιαφέρον περίγραμμα ενός σημαντικού έργου, που για την ίδια αποτελεί έργο ζωής. Ως επικεφαλής των ανασκαφών κι έχοντας αναλάβει τώρα τη μελέτη ανάδειξης και επίσκεψης του χώρου κάτω από το Μουσείο της Ακρόπολης, η κ. Ελευθεράτου έχει μια δεμένη ομάδα με την οποία συνεργάζεται. Την αποτελούν ο σχεδιαστής - ζωγράφος Αλέξανδρος Νίκας που έχει κάνει τις αναπαραστάσεις και οι αρχαιολόγοι: Αννα Βλαχάκη, Ειρήνη Καρρά, Αγγελική Κουβέλη, Ειρήνη Μανώλη, Ιωάννα Μπουγάτσου (τελευταία και μακροβιότερη ομάδα στις δεκαετίες του έργου).
Το χρονικό των ανασκαφών στο οικόπεδο Μακρυγιάννη ξεκινά στις αρχές τις δεκαετίας του '80 με δοκιμαστικές τομές και μικρής κλίμακας ανασκαφές, που διακόπτονταν και συνεχίζονταν ανάλογα με την πορεία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
Η έρευνα αποκάλυψε τμήμα του οικιστικού ιστού της αρχαίας πόλης των Αθηνών και κατέδειξε τη συνεχή χρήση του χώρου από τους Υστερους Νεολιθικούς (ίσως πρόχειρες καλύβες από κλαδιά που εξαφανίστηκαν) έως και τους Μέσους Βυζαντινούς Χρόνους. Η επί αιώνες κατοίκιση δημιούργησε πυκνό πλέγμα άνισα διατηρημένων αρχαιολογικών καταλοίπων, που η ανάλυση και η απόδοσή τους στις επιμέρους οικοδομικές φάσεις αποδείχθηκε ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία.
Σήμερα ο πυρήνας της ανασκαφής με τα σημαντικότερα αρχαία οικοδομήματα «διατηρείται σε επιφάνεια 4.000 τ.μ., προστατευμένος κατά το μεγαλύτερο μέρος του από το κτίριο και τον εξώστη του Μουσείου», είπε η κ. Ελευθεράτου.
«Η ανασκαφή, όμως, δεν θα έχει επιτελέσει τον σκοπό της εάν η αρχαιολογική πληροφορία δεν γίνει προσβάσιμη στο κοινό, τον τελικό αποδέκτη και την αιτία ανάδειξής της», υπογράμμισε. «Η μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη διαμόρφωσης της ανασκαφής σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο και έκθεσης των ευρημάτων της βρίσκεται στην τελική ευθεία και σύντομα θα κατατεθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες.
Οι αρχαίοι δρόμοι αλλά και δίκτυο μεταλλικών διαδρόμων θα κατευθύνουν τον επισκέπτη στα σημαντικότερα οικοδομήματα, ενώ κείμενα και σχέδια θα παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα οικοδομικά σύνολα και τις επιμέρους κατασκευές.
Στις νότιες παρυφές του χώρου, ενταγμένη αρμονικά στη διαδρομή του επισκέπτη, θα αναπτύσσεται η έκθεση των κινητών ευρημάτων της ανασκαφής. Θα αρθρώνεται σε 3 χρονολογικές και 20 θεματικές ενότητες, θα παρακολουθεί τις βασικές μεταμορφώσεις του τόπου και θα προσεγγίζει όψεις της δημόσιας και κυρίως της ιδιωτικής ζωής των κατοίκων του από τους Προϊστορικούς έως και τους Μέσους Βυζαντινούς Χρόνους μέσα 1.500 αντικείμενα και πλούσιο εποπτικό υλικό.
Σύμμαχος στην προσπάθεια αυτή θα είναι οι νέες τεχνολογίες. Στο νέο, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ πρόγραμμα του Μουσείου Ακρόπολης ?Ψηφιακό Μουσείο? τουλάχιστον δύο ψηφιακές εφαρμογές θα έχουν θέμα την ανασκαφή».
www.ethnos.gr