Η επιβολή της γαλλικής κηδεμονίας στις δύο χώρες δεν συνέβη ταυτόχρονα. Στην περίπτωση της Τυνησίας, χρονολογείται από το 1881, με τη σύναψη της συνθήκης του Μπαρντό μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Μπέη της Τύνιδας. Κατάλοιπο της επιβολής της οθωμανικής κυριαρχίας στη Βόρεια Αφρική τον 16ο αιώνα, το μπεηλίκι της Τύνιδας ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητο από το 1705. Βάσει της συνθήκης, ο Μπέης εκχώρησε στη Γαλλία τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων, την άμυνα των συνόρων, τη διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας και την ευθύνη για τη διεξαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Ως συνέπεια, η εσωτερική διοίκηση ανατέθηκε σε Γάλλο επίτροπο (Ministre résident), διορισμένο από το Παρίσι, και στρατιωτικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στη χώρα, στην οποία πλέον ο Μπέης διατηρούσε τυπική, αλλά όχι ουσιαστική, επικυριαρχία.
Η επιβολή του γαλλικού ελέγχου στην Τυνησία την εποχή αυτή υπήρξε απόρροια ενός συνόλου εξελίξεων. Πρώτα απ' όλα, δεδομένου ότι η Αλγερία αποτελούσε γαλλικό έδαφος, ο έλεγχος της Τυνησίας θεωρήθηκε ότι συνέβαλλε στην αποτελεσματικότερη ασφάλεια των χερσαίων και ναυτικών συνόρων. Πέραν όμως αυτής της λογικής, οικονομικοί λόγοι συνέτρεξαν επίσης για την περαιτέρω εξάπλωση της γαλλικής επιρροής στη Βόρεια Αφρική, καθώς οι δραστηριότητες εταιρειών γαλλικών κεφαλαίων αναπτύσσονταν γοργά, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα (Compagnie algérienne, Crédit foncier d' Algérie et de Tunisie) και στην ανάπτυξη σιδηροδρομικού δικτύου (Société des Batignolles). Τέλος, η επιβολή του προτεκτοράτου στην Τυνησία πρέπει να θεωρηθεί υπό το πρίσμα των διεθνών ανταγωνισμών μεταξύ των σημαντικότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Για τη Μεγάλη Βρετανία, η επιβολή του γαλλικού ελέγχου στη Βόρεια Αφρική απομάκρυνε την ανταγωνίστρια Γαλλία από την Ανατολική Μεσόγειο, δεδομένου ότι το γεγονός έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της επιβολής του βρετανικού ελέγχου στην Κύπρο (1878) και την Αίγυπτο (1882). Για τη Γερμανία, από την άλλη, περαιτέρω ενίσχυση της Γαλλίας στη Βόρεια Αφρική σήμαινε αποδυνάμωση των γαλλικών βλέψεων στην Αλσατία και τη Λωρραίνη, περιοχές τις οποίες είχε προσαρτήσει μετά τον πόλεμο του 1870.
Παρόμοιοι λόγοι συνέτρεξαν για την εγκαθίδρυση του προτεκτοράτου στο Μαρόκο λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1912. Η διαφορά ήταν ότι στην περίπτωση αυτή ο γαλλογερμανικός ανταγωνισμός υπήρξε έντονος. Βάσει σύμβασης, η Γαλλία είχε εξασφαλίσει από τον σουλτάνο Μοχάμεντ Δ΄ οικονομικά προνόμια ήδη από το 1863. Με νέα συμφωνία που συνομολογήθηκε το 1880, ο σουλτάνος Χασάν Α΄ παραχώρησε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία) δικαιώματα εγκατάστασης και εξάσκησης εμπορίου. Η συμφωνία εδραίωσε περαιτέρω τις οικονομικές θέσεις της Γαλλίας, επιβεβαίωσε ωστόσο και τις αποικιακές βλέψεις της Γερμανίας στο Μαρόκο. Η διείσδυση του γαλλικού κεφαλαίου υπήρξε ακόμα εντονότερη στις αρχές του 20ού αιώνα, υποβοηθούμενη και από την επίσημη κρατική πολιτική. Πράγματι, από το 1902 ώς το 1904, η Γαλλία έπλεξε έναν ιστό διμερών διπλωματικών συμφωνιών με τις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες που συναλλάσσονταν με το Μαρόκο (Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία), πλην της Γερμανίας. Η συμφωνία με την Ισπανία, ειδικότερα, προέβλεπε οι δύο χώρες να διενεργήσουν από κοινού για να εξουδετερώσουν τις γερμανικές θέσεις και όριζε σφαίρες επιρροής σε περίπτωση διχοτόμησης του Μαρόκου. Μετά την κρίση της Ταγγέρης (1905), η διεθνής σύνοδος της Αλχεθίρας (1906) επέφερε έναν σχετικό συμβιβασμό του γαλλογερμανικού ανταγωνισμού στη χώρα, ο οποίος όμως κορυφώθηκε εκ νέου το 1911 με την εκδήλωση της κρίσης του Αγαδίρ. Τελικά, η κατάσταση εκτονώθηκε όταν η Γερμανία παραιτήθηκε των διεκδικήσεών της στο Μαρόκο έναντι εδαφικών παραχωρήσεων εκ μέρους της Γαλλίας που ενίσχυσαν το γερμανικό Καμερούν. Στη συνέχεια, το 1912, η Γαλλία μπόρεσε πλέον να επιβάλει το προτεκτοράτο στον σουλτάνο Μουλάι Αμπντ αλ Χαφίντ με τη συνθήκη της Φες, αναγνωρίζοντας μία ζώνη και στην Ισπανία στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Αφύπνιση του αραβικού εθνικισμού
Η αφύπνιση του αραβικού εθνικισμού κατά τον Μεσοπόλεμο δεν άφησε ανέπαφα τα προτεκτοράτα, όπως μαρτυρούν η ανάπτυξη του Συνταγματικού κόμματος (Destour) στην Τυνησία και ο πόλεμος του Ριφ (1921-1926) στο Μαρόκο. Επιπλέον, η εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τις εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ του Βισύ και των Ελεύθερων Γάλλων υπό τον Ντε Γκωλ, αλλά και με την άμεση ανάμειξη της Μεγάλης Βρετανίας και κυρίως των ΗΠΑ στη Βόρεια Αφρική, ενίσχυσε τις διεκδικήσεις για ανεξαρτησία. Στο πλαίσιο του κύματος αποαποικιοποίησης που διογκώθηκε μετά τη λήξη του πολέμου, οι κινητοποιήσεις υπέρ της ανεξαρτησίας εντατικοποιήθηκαν και στις δύο χώρες: στο Μαρόκο με κέντρο τη δράση του κόμματος Ιστικλάλ, το οποίο έχαιρε της υποστήριξης του σουλτάνου Μοχάμεντ Μπεν Γιουσέφ, στην Τυνησία γύρω από το Νεοσυνταγματικό κόμμα (Néo-destour), υποστηριζόμενο τόσο από τον Μπέη όσο και από το συνδικαλιστικό κίνημα (Union générale des travailleurs tunisiens). Οι κινητοποιήσεις καταπνίγηκαν βίαια, ενώ τόσο ο ηγέτης του Νεοσυνταγματικού κόμματος της Τυνησίας, Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, όσο και ο σουλτάνος Μοχάμεντ Μπεν Γιουσέφ του Μαρόκου, εξορίστηκαν από τις γαλλικές αρχές το 1952 και το 1953 αντίστοιχα.
Στο Παρίσι, τόσο οι πολιτικοί κύκλοι όσο και οι στρατιωτικοί ήταν διαιρεμένοι. Την ίδια εποχή, άλλωστε, η Γαλλία δοκιμαζόταν και στην Ινδοκίνα, όπου επίσης διατηρούσε προτεκτοράτα (Λάος, Καμπότζη, Βιετνάμ). Ο αποικιακός πόλεμος που διενεργούσε υποθήκευε τόσο την οικονομική ανάπτυξη της χώρας όσο και τη διεθνή θέση της. Ειδικότερα όσον αφορά το υπουργείο Εξωτερικών, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν τα προτεκτοράτα, υπήρχε συνείδηση ότι η κατάσταση ήταν ανεπίστρεπτη, όπως και επίγνωση ότι μία νέα πολιτική έπρεπε να χαραχθεί απέναντι στις αποικιακές εξαρτήσεις της Γαλλίας, κατά τρόπο ώστε να διατηρηθούν δεσμοί εξάρτησης παράλληλα με τη λήξη της άμεσης κηδεμονίας. Τα προτεκτοράτα της Βόρειας Αφρικής κρίνονταν ως ζωτικής σημασίας, δεδομένης της σημασίας της Δυτικής Μεσογείου ως πόρτας για τη γαλλική Αφρική. Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνά κανείς ότι η Αλγερία βρισκόταν ακόμα υπό γαλλική κυριαρχία.
Σε μία προσπάθεια να λάβει την πρωτοβουλία, ο επικεφαλής της κυβέρνησης, Πιερ Μαντές Φρανς, μετέβη στην Τυνησία στις 31 Ιουλίου 1954, λίγο μετά την ήττα της Ντιεν Μπιεν Φου και τη σύναψη των συμφωνιών της Γενεύης, που σήμαναν την αποδέσμευση της Γαλλίας από τον πόλεμο της Ινδοκίνας. Στον λόγο που εξέφερε στην Καρχηδόνα, ο Μαντές Φρανς αναγνώρισε την παραχώρηση αυτονομίας στην Τυνησία, η οποία επισημοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1955 με την υπογραφή πέντε συμβάσεων (μία γενική και τέσσερις επιμέρους). Οι συμβάσεις αυτές αναγνώριζαν την εσωτερική αυτονομία της χώρας και οργάνωναν τη μεταβατική φάση μέχρι την οριστική αποχώρηση των Γάλλων εκπροσώπων. Στην ουσία όμως οργάνωναν ένα πλέγμα νεοαποικιακών δεσμών, στον βαθμό που όριζαν πλήρη αλληλεγγύη σε θέματα άμυνας και εσωτερικής ασφάλειας, προνομιακή μεταχείριση της Γαλλίας σε θέματα οικονομικής και τεχνικής συνεργασίας. Παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές στην Τυνησία, επήλθε, στις 6 Νοεμβρίου 1955, συμφωνία για επάνοδο του εξόριστου σουλτάνου στο Μαρόκο.
Σοβαρές κρίσεις στις σχέσεις της Γαλλίας με τα νέα κράτη
Στις 2 και 20 Μαρτίου 1956, το Μαρόκο και η Τυνησία ανακηρύχθηκαν αντίστοιχα ανεξάρτητα κράτη. Ωστόσο, μέχρι τη λήξη του πολέμου της Αλγερίας (1962), η παραβίαση της εθνικής τους κυριαρχίας από τις εμπόλεμες γαλλικές δυνάμεις ήταν σταθερή και προκάλεσε σημαντικές κρίσεις. Οι δύο σοβαρότερες από αυτές έλαβαν χώρα μεταξύ της Γαλλίας και της Τυνησίας. Η πρώτη σημειώθηκε το 1958, όταν το χωριό Σίντι Σακέτ Γιουσέφ (Τυνησία) βομβαρδίστηκε από γαλλικές δυνάμεις στο πλαίσιο μιας επιχείρησης που είχε ως στόχο το Αλγερινό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο. Η δεύτερη άρχισε το 1961 με αντικείμενο τη ναυτική βάση της Μπιζέρτας, η οποία εκκενώθηκε τελικά από τις γαλλικές δυνάμεις το 1963. Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου, εν μέσω της οποίας επήλθε και πολιτειακή αλλαγή στην Τυνησία με την εκλογή του Χαμπίμπ Μπουργκίμπα στην προεδρία της Δημοκρατίας, οι σχέσεις με τη Γαλλία υπήρξαν τρικυμιώδεις και επειδή η εξωτερική πολιτική του νέου ηγέτη της χώρας έδειξε σαφή προσανατολισμό προς τις ΗΠΑ, σε μία προσπάθεια να εξισορροπηθούν οι σχέσεις με το Παρίσι.
* Η κ. Σοφία Παπαστάμκου είναι ιστορικός και εργάζεται στα αρχεία της Bibliothèque de documentation internationale contemporaine, στη Nanterre της Γαλλίας.
www.kathimerini.gr