«Αν κάτι μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι στα σχεδόν τέσσερα χρόνια που βρίσκομαι στο Βερολίνο δεν έχει τύχει ούτε μία φορά να αισθανθώ άβολα επειδή είμαι Ελληνίδα», εξομολογείται η δημοσιογράφος Κατερίνα Οικονομάκου. Εντοπίζει, πάντως, μια «ευγενική αμηχανία» με τους Γερμανούς συνομιλητές της: «Από φόβο μήπως κάνουν κάποιο άστοχο σχόλιο, αποφεύγουν να πουν οτιδήποτε. Δεν ισχύει το ίδιο για τους φίλους από άλλες χώρες της Ευρώπης, οι οποίοι εκφράζουν ανοιχτά την ανησυχία τους και έχουν αμείωτη περιέργεια για τις εξελίξεις». Ο Ρωμανός Γεροδήμος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth, επισημαίνει ότι η Βρετανία έχει μία ιδιαίτερα ισχυρή κουλτούρα πολιτικής ορθότητας, επομένως «το να ακούσεις σχόλια ή στερεοτυπικές γενικεύσεις για τη χώρα σου θεωρείται σχεδόν ταμπού, ένα είδος παραβίασης άγραφων κανόνων ευγένειας. Ωστόσο, στα 5,5 χρόνια της κρίσης, η αντίληψη και στάση των Βρετανών ως προς την Ελλάδα έχει περάσει από διάφορα στάδια: πειράγματος (για τα Greek statistics), συμπαράστασης (για τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις της λιτότητας), ανησυχίας (για το πώς μία πιθανή έξοδος της Ελλάδας από την Ε.Ε. θα μπορούσε να επηρεάσει τη Βρετανία), αλλά κυρίως απορίας (για το πώς είναι δυνατόν το πολιτικό σύστημα να είναι τόσο ανίκανο να χειριστεί την κρίση για τόσο πολλά χρόνια) και, προσφάτως, κόπωσης. Η αίσθηση της αξιοπρέπειας, της αυτάρκειας και της οικονομίας, με άλλα λόγια η αντίληψη της σχέσης εσόδων - εξόδων και παραγωγής - κατανάλωσης, είναι βαθιά ριζωμένη στον βρετανικό ψυχισμό και στην καθημερινότητα, από το ατομικό νοικοκυριό μέχρι το κράτος. Συνεπώς, αφηγήματα αυτοθυματοποίησης, αυτολύπησης και κυβερνητικών παραλογισμών δεν διαφημίζουν την Ελλάδα. Αντιθέτως, δίνουν την εντύπωση ότι η παραμονή στην κρίση είναι, πλέον, επιλογή μας».
Στις Βρυξέλλες, όπου ζουν και εργάζονται η νομικός και μεταφράστρια Ελένη Τζέτζα και ο νομικός σύμβουλος Ηλίας Κοντέας, η άποψη για την Ελλάδας παραμένει θετική. «Αγαπούν όλοι την Ελλάδα», υποστηρίζει η κ. Ελένη Τζέτζα, «αλλά τον τελευταίο καιρό αποφεύγουμε να αποκαλύπτουμε την εθνικότητά μας». Ο κ. Ηλίας Κοντέας με τη σειρά του διαπιστώνει μια κλιμακούμενη αγωνία για το τι θα γίνει, αλλά «κανείς δεν έχει αμφισβητήσει τη θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Δυστυχώς, το κάνουμε μόνοι μας και αυτή είναι μια αποτυχία που χρεώνεται το πολιτικό μας σύστημα».
Από το γειτονικό Λουξεμβούργο ο νομικός Φοίβος Μπότσης διαπιστώνει ραγδαία επιδείνωση της εικόνας της Ελλάδας. «Οταν καθιστάς σαφές στους συνομιλητές σου ότι δεν είσαι διατεθειμένος να αλλάξεις το παραμικρό από τα κακώς κείμενα, όταν επικαλείσαι άτεχνα και επιλεκτικά την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η στρατηγική σου εστιάζεται περισσότερο στην κατασκευή εξωτερικών εχθρών παρά στην επίλυση επιτακτικών προβλημάτων, αναδεικνύεις τελικά, άθελά σου, και την πολιτισμική διάσταση ενός καταρχήν οικονομικού ζητήματος. Αυτό ακριβώς μου φαίνεται ότι κάνουμε αυτή τη στιγμή». Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, διευθυντής της μουσικής βιβλιοθήκης Erol Ucer στην Κωνσταντινούπολη και λέκτωρ Ιστορικής Μουσικολογίας στο ερευνητικό κέντρο για τη μουσική MIAM - Istanbul Technical University, ήρθε αρχικά αντιμέτωπος με ένα έντονο κύμα συμπάθειας για τον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό. «Φίλοι και γνωστοί που είχαν έντονη παρουσία στα γεγονότα του Πάρκου Γκεζί και που εμφορούνται από προοδευτικές ιδέες αισθάνονταν σχεδόν δικαιωμένοι και υπερήφανοι για τους γείτονές τους, όπως μου είπε ο φίλος μου ο Τζαν». Τρεις μήνες μετά, «τα συγχαρητήρια έχουν λιγοστέψει και οι πολιτικοποιημένοι φίλοι μου με παρηγορούν προσπαθώντας να μου βγάλουν από το μυαλό την ιδέα ότι η χώρα βαίνει ταχύτατα προς τα βράχια».
Ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Μπούρας ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2009 και πιστεύει ότι παρά το μπαράζ αρνητικής δημοσιότητας «είναι πάντα μεγάλη η αίσθηση υπερηφάνειας του να συστήνεσαι ως Ελληνας. Οταν είσαι στο εξωτερικό, η Ελλάδα παίρνει άλλες διαστάσεις, ουτοπικές: ναι μεν συνειδητοποιείς ότι δεν είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά από την άλλη αντιλαμβάνεσαι καλύτερα την ουσία της και νιώθεις την ευθύνη της ελληνικής ταυτότητας».
www.kathimerini.gr